Μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες των δεκαετιών που πέρασαν, ήταν ο υπέροχος Charlie Brown. Ο γλυκός loser των κινουμένων σχεδίων περνούσε μια επαναλαμβανόμενη περιπέτεια με τη Lucy, αδερφή του καλύτερού του φίλου. Η Lucy έστηνε την μπάλα για να την κλοτσήσει ο Charlie Brown. Ο Charlie έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ετοιμαζόταν να την κλοτσήσει. Η Lucy, όμως, πάντα σήκωνε την μπάλα την τελευταία στιγμή και ο Charlie Brown κατέληγε, μετά από μια εντυπωσιακή τούμπα, στο χόρτο. Έβλεπε αστεράκια.
Σε κάθε επεισόδιο, μετά την πρώτη φορά που η Lucy ξεγέλασε τον Charlie Brown, επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή, με μοναδική διαφορά πως ο Charlie Brown εισέπραττε από το γλυκό κορίτσι της ιστορίας μια επίμονη υπόσχεση πως αυτή τη φορά δεν θα τον ξεγελάσει. Πάντοτε, όμως, σήκωνε την μπάλα και προκαλούσε άλλη μια εντυπωσιακή πτώση του ήρωα.
Η ιστορία του Charlie Brown δεν είναι καθόλου άσχετη με τη σημερινή οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα. Καθώς η εικόνα των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας σημείωνε επιδείνωση και οι διεθνείς αγορές άρχιζαν να δείχνουν πως δεν είχαν εμπιστοσύνη στην ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου να τιμήσει τις υποχρεώσεις του, άρχισαν να «ποντάρουν» στην πτώχευση του κράτους. Αμέσως τέθηκε ένα ερώτημα: Γιατί αρχίζουν να ποντάρουν οι αγορές στην αποτυχία της ελληνικής οικονομίας και αγνοούν άλλα κράτη με εξίσου σοβαρά – ή και σοβαρότερα – προβλήματα; Η φυσιολογική αντίδραση ήταν να γίνει λόγος για ξένο δάκτυλο που επιθυμεί να ζημιώσει την Ελλάδα.

Σίγουρα υπήρχαν επενδυτές που θα αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από μια πιθανή αποτυχία του ελληνικού Δημοσίου να τιμήσει τα χρέη του και κινήθηκαν με τρόπο που να ενισχύει τις πιέσεις στο ελληνικό Δημόσιο. Ωστόσο, ο βασικότερος λόγος ήταν πως, ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη που αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα, η Ελλάδα φάνταζε ως ο πιο καλός «υποψήφιος» για να μη λάβει τα απαραίτητα μέτρα για εξυγίανση. Αυτό έχει μάλιστα ειπωθεί χωρίς περιστροφές στη Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, από τους εταίρους της στη γερμανική κυβέρνηση.
Μόλις τέθηκε επί τάπητος το ερώτημα κατά πόσον θα μπορούσε η κεντρική κυβέρνηση της Γερμανίας να περισώσει την κατάσταση για την Ελλάδα μέσα από άμεση παραχώρηση πιστώσεων, οι συγκυβερνώντες της καγκελαρίου έδωσαν ξεκάθαρο μήνυμα στην κ. Μέρκελ πως η Γερμανία δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν Charlie Brown. Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης στο σύνολό της ήταν, ουσιαστικά, πως η Ελλάδα έχει την τάση να σηκώνει την μπάλα την τελευταία στιγμή και να ρίχνει όσους τη βοηθούν στο έδαφος. Όποιες κι αν είναι οι υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και σκληρά μέτρα, ο λόγος του ελληνικού Δημοσίου δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος. Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση που διεξήχθη στη Γερμανία δεν εστιάστηκε στο γεγονός ότι υπάρχουν συνταγματικές ρυθμίσεις που δεν επιτρέπουν μια τέτοια παραχώρηση πιστώσεων σε άλλο κράτος. Παρόμοια κωλύματα υπάρχουν και κάτω από τις ρυθμίσεις της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι Γερμανοί, όμως, δεν απάντησαν πως δεν δικαιούνται, αλλά πως δεν θα την πάθουν σαν τον Charlie Brown. Έτσι, η κ. Μέρκελ έγινε στόχος του ελληνικού μένους, αφού είχε λάβει από τους κυβερνητικούς της εταίρους την απάντηση πως «έτσι κι αλλιώς, αν τους σώσουμε, αυτοί θα θέλουν ξανά βοήθεια σε μερικά χρόνια».
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η σχετική συζήτηση στη Γερμανία δείχνει πως το έλλειμμα αφορά την αξιοπιστία της ελληνικής πολιτικής και της κυβέρνησης (άσχετα με το ποιος είναι στην εξουσία) και όχι τα καθαρά οικονομοτεχνικά στοιχεία που πλαισιώνουν το ελληνικό έλλειμμα. Οι Γερμανοί, αλλά και οι διεθνείς αγορές, έκριναν ως πιο πιθανή την αποτυχία λήψης ουσιαστικών μέτρων παρά την πραγματική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι, με την ανακοίνωση των πραγματικά σκληρών μέτρων που εξέδωσε η ελληνική κυβέρνηση, τα spread των διεθνών αγορών σημείωσαν σημαντική πτώση σχεδόν αμέσως, ενώ και η ζήτηση για τη νέα παρτίδα χρέους τονώθηκε απότομα. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει πως οι αγορές περίμεναν μια πραγματική ένδειξη στην πράξη πως η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε, τελικά, τις τολμηρές κινήσεις που απαιτούν οι συγκυρίες και πως οι υποσχέσεις τελικά δεν σήμαιναν τίποτε για τους ίδιους.
Οι οικονομικοί εταίροι του ελληνικού κράτους έφτασαν στο σημείο να μην αισθάνονται πλέον πως έχει αξία η όποια υπόσχεση για μεταρρυθμίσεις. Όλα δείχνουν πως οι αγορές – αλλά και οι Γερμανοί – θεωρούσαν πως το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στην πολιτική θέληση της (όποιας) κυβέρνησης και στην τόλμη να αντιμετωπίσει ισχυρές αντιδράσεις από την κοινωνία. Το ίδιο το χρέος ήταν σχεδόν δευτερεύουσας σημασίας: Ανάμεσα στα θεμελιώδη στοιχεία της Ελλάδας, το πιο προβληματικό – και το λιγότερο μετρήσιμο – ήταν η πολιτική βούληση.
Έτσι, εν μέσω αντιδράσεων, πιθανών νέων απεργιών και ενδεχομένως και μειωμένης στήριξης από τον λαό στο σύνολό του, ο κ. Παπανδρέου σήμερα αισθάνεται ισχυρός και επισκέπτεται με νέο ύφος τους Μέρκελ, Σαρκοζί και Ομπάμα.
Φυσικά, με τα μέτρα δεν έχει λυθεί το πρόβλημα, αφού ίσως να χρειαστεί και η επόμενη κίνηση, εκείνη των διαρθρωτικών αλλαγών. Πρόσφατα ο γράφων υποστήριξε πως η Ελλάδα μπαίνει στο καθαρτήριο για να αποφύγει την κόλαση. Φυσικά, το καθαρτήριο συνεπάγεται μεγάλο ανθρώπινο πόνο, αλλά είναι προτιμότερο της κόλασης.
Την ίδια στιγμή, διδάγματα έχει να παίρνει και η Κύπρος: Μπορεί να ξεγελάσει κανείς τις αγορές αρκετές φορές, αλλά δεν μπορεί να το κάνει για πάντα. Για παράδειγμα, μπορεί να αποκρυφθεί από τους επενδυτές το πραγματικό δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά έτσι δημιουργείται στη θέση του έλλειμμα αξιοπιστίας, το οποίο τιμολογείται πολύ ακριβά από τους επενδυτές των διεθνών αγορών.
[…] […]