Η μήτρα της διαπλοκής

Η διαπλοκή δεν είναι «πράξη», αλλά «σύστημα» και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η τιμωρία είναι απαραίτητη αλλά δεν είναι αρκετή. Και, όσο μαζί με τους ενόχους οι αθώοι στην πυρά είναι λίγοι, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Όταν όμως το κάψιμο αθώων με επίπλαστα «γεγονότα» διευρύνεται, η μετάσταση καθίσταται επικίνδυνη για την κοινωνία.

H μεσαία τάξη ήταν ανέκαθεν ο πυρήνας, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας μας. Ο ρόλος του μικρομεσαίου είναι καλά γνωστός- αποτελεί την βαλβίδα της κοινωνίας για μια σειρά από δευτερογενή φαινόμενα: την απσχόληση, την ισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, την καινοτομία και την ανάπτυξη μέσα από την προστιθέμενη αξία που δημιουργεί. Με τη διάβρωση της μεσαίας τάξης -του κυριότερου εργοδότη αλλά και του σημαντικότερου μέσου προσφοράς ευκαιριών στα χαμηλότερα στρώματα- η ισορροπία της κοινωνίας τίθεται σε κίνδυνο.

Σήμερα, απομονωμένη, τρομαγμένη και χωρίς προοπτική, η μεσαία τάξη δεν μπορεί να προσβλέπει στην επάνοδό της στο παλιό καθεστώς διαβίωσης. Εκπέμπει, έτσι, όλα τα συμπτώματα πολιτικής και κοινωνικής απελπισίας. Το φαινόμενο, ανκαι φτάνει σήμερα στην κριτική του μάζα, δεν είναι σημερινό. Το κοινωνικό συμβόλαιο καταρρέει σε αργή κίνηση εδώ και 15 χρόνια περίπου.

Η εποχή της διαμεσολαβούμενης οργάνωσης της κοινωνίας φτάνει στο τέλος της. Η κυπριακή οικονομία ήταν εξαρχής Συντεχνιακή (κορπορατιστική), από γένεσης της Δημοκρατίας. Η λογική αυτή είναι  μάλιστα διάχυτη στο Σύνταγμα και στους δευτερογενείς νόμους μας- για παράδειγμα στην Βουλή των «Αντιπροσώπων«, στο εργασιακό δίκαιο και το σύστημα διαμεσολάβησης, ή στο σύστημα επαρχιακής διοίκησης. Μετά το 1974, η διαχείριση της οικονομίας, με την dirigiste λογική του κράτους-διαχειριστή, ενίσχυσε αυτή την τάση μέχρι την περίοδο 2004-2008, όταν άρχισε υπόκωφα η κατάρρευση εν μέσω ευφορίας. Η χρυσή σύγχρονη εποχή της Κύπρου, αντίστοιχη της επιχρυσωμένης (gilded) στα τέλη του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ όπως την περίεργαψε, μεταξύ άλλων και ο Mark Twain, διήρκεσε λίγα μόλις χρόνια- χονδρικά από την ένταξη στην ΕΕ μέχρι την ένταξη στην ευρωζώνη: δύο ιστορικές εξελίξεις με μεγάλες προοπτικές, οι οποίες όμως δεν ήταν ποτέ συμβατές με το κορπορατιστικό ύφος της κοινωνίας και οι οποίες δεν έτυχαν σωστού χειρισμού. Το σχόλιο δεν είναι πολιτικό αλλά κοινωνικό-οικονομικό: ο κόσμος άλλαζε, όχι όμως και οι τρόποι μας.

Με το κλειστό νόμισμα, τις χαμηλές πιέσεις στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και την απομόνωση της οικονομίας, σε συνδυασμό και με την εξωγενή στήριξη, η οικονομία ήταν μέχρι τότε σε θέση να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πολίτη-πελάτη με σταθερή ανάπτυξη και υποφερτή ανισότητα.

Η διαμεσολάβηση, με την οποία τα συμφέροντα συνδικαλίζονται σε κλειστούς κύκλους (επιχειρήσεις, βιομηχανίες, συντεχνίες, κλειστά κυκλώματα), μπορούσε να προσφέρει πρόσβαση σε όλα τα στρώματα μέσα από οργανωμένα σύνολα έκφρασης συμφερόντων (κόμματα, συνδέσμους, οργανώσεις, συντεχνίες, αλλά και κυκλώματα, φιλίες, τζάκια). Έτσι καταλήξαμε με τα γνωστά φαινόμενα όπου η κοινωνία ήταν γενικότερα ικανοποιημένη, ακριβώς διότι ο κορπορατισμός της «Συντεχνιακής Οικονομίας» ήταν σχεδιασμένος να τους ικανοποιεί όλους.

Στήθηκε έτσι ένα Κοινωνικό Συμβόλαιο που εξυπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό:  υγεία για τους παρόχους και όχι για τους ασθενείς, παιδεία για τους εκπαιδευτικούς και όχι για τους μαθητές, οικονομία για τις επιχειρήσεις και όχι για την απασχόληση ή την προστιθέμενη αξία, συγκοινωνίες για τους κατασκευαστές και εισαγωγείς και όχι για την διακίνηση…

Η λίστα μακρά και ουδείς αναμάρτητος.

Κύρια, φυσικά, έκφανση αυτής της πρόσβασης, ήταν το «μέσο» και το ρουσφέτι. Καθολικό, οριζόντιο, χρήσιμο για όλους, αποτέλεσε κεντρικό εργαλείο της καθημερινότητας. Ο πολίτης το έβρισκε χρήσιμο και συνήθως αποτελεσματικό. Ο (συνήθως) άνδρας που ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει, έβρισκε πως μπορούσε να αποκομίσει πολιτικό ή γραφειοκρατικό «ενοίκιο«. Η βελτίωση της δημόσιας μηχανής δεν κρίθηκε ποτέ ως απαραίτητη- το σύστημα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες και απαιτήσεις για να γίνεται ανεκτό. Εξάλλου, μια μεταρύθμιση κινδύνευε να ταρακουνήσει μια καλοκουρδισμένη μηχανή, χωρίς να υπόσχεται πως την αύριο θα ήταν όλοι ικανοποιημένοι.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ρουσφέτι δεν ήταν ποτέ «πράξη». Δεν ήταν «κάτι» που «έκαναν» «κάποιοι». Αν ήταν πράξη, τότε η πειθαρχεία, η τιμωρία και ο έλεγχος θα ήταν ικανά να το αντιμετωπίσουν. 

Ήταν όμως κάτι παραπάνω- ήταν (και είναι) «σύστημα» το οποίο για περίπου 40 χρόνια μετά το 1974, μπορούσε να ομαλοποιήσει την λειτουργία της πολιτικής αλλά και της οικονομίας. Μείωνε το κόστος συναλλαγής αφού ήταν ικανό, σαν σύστημα, να καλύψει τα κενά και την ανεπάρκεια της Πολιτείας και την οικονομίας. Ουσιαστικά, κατέστη απαραίτητο «για να γίνει η δουλειά» του πολίτη, του δημότη, του εργαζόμενου, του εργάτη, του επιχειρηματία. Και, μέσα από αυτό τον ρόλο, μετατράπηκε σε «κιβώτιο ταχυτήτων» για την κοινωνία και την οικονομία. Και, αν ταλαιπωρήσει κανείς τη μεταφορά, το μόνο που καταφέραμε ήταν να το αναβαθμίσουμε σε ένα πολύ αποδοτικό, αυτόματο gear box για τις ανάγκες μας.

Σε μεγαλύτερη κλίμακα, αλλά χωρίς ποιοτική διαφοροποίηση, το «ρουσφέτι» έβρισκε εξαρχής την έκφραση του στην πιο επίσημη διαμεσολάβηση μέσα από οργανωμένα, αναγνωρισμένα συμφέροντα τα οποία αναλώνονταν σε αυτό που ο Galbraith αποκάλεσε «αθώα απάτη». Αθώα μεν, απάτη δε.

Το σύστημα, όμως, για να λειτουργεί, είχε ορισμένες προϋποθέσεις:

Πρώτο, να λειτουργεί ομαλά η διαμεσολάβηση, όπου συμφέροντα μπορούσαν να συνδικαλίζονται πίσω από ασπίδες εκπροσώπησης. Δεύτερο, οι οδοί έκφρασης της κοινωνίας έπρεπε να είναι περιορισμένες και ελεγχόμενες, κυρίως μέσα από τα «λίγα μικρόφωνα και δυνατά μεγάφωνα» της μαζικής επικοινωνίας. Και τρίτο, η χαμηλή ανισότητα και η συνεχής ανάπτυξη έπρεπε να προσφέρουν αρκετή ανακούφιση για να ανέχονται οι ηττημένοι του συστήματος – ο μικροαστός, ο αγρότης, ο αυτεοεργοδοτούμενος- τις τρέχουσες συνθήκες.

Σήμερα, το πρώτο δεν μπορεί να λειτουργήσει λόγω της επικράτησης του διαδικτύου ως μέσο όχι μόνο έκφρασης και ενημέρωσης, αλλά και αυτοεπιβεβαίωσης. Έτσι, βλέπουμε τον συνασπισμό των μελών της κοινωνίας σε μικρές, αυτοτελείς, αυτοαναφορικές «φυλές» με έντονα συναισθήματα και συχνά ακραίες απόψεις, χωρίς πρόσβαση στην αντίθετη άποψη και χωρίς πραγματικό διάλογο. Το δεύτερο έχει καταρρεύσει επίσης εξ αιτίας της στροφής στα ΜΚΔ και την επικράτηση του διαδικτύου ως μέσο. Και, το τρίτο καταρρέει επειδή οι παθογένειες του συστήματος δεν επιτρέπουν, ούτε τον περιορισμό της ανισότητας, ούτε την σταθεροποίηση της ανάπτυξης. 

Η διαμεσολάβηση του κορπορατισμού («συντεχνιακής οικονομίας»), φθίνουσα εδώ και μερικά χρόνια, έχει φτάσει στο κρίσιμό της σημείο. Η διάβρωση της μεσαίας τάξης, η δημοκρατικοποίηση της πληροφόρησης, σε συνδυασμό και με την αδυναμία της «κανονικής» οικονομίας να προσφέρει ικανοποιητική απασχόληση, ισότητα και προοπτική, έχουν συμβάλει στην απαίτηση για αμεσότητα. Το αίσθημα του «κεκτημένου», απότοκο του κορπορατισμού, απλά επιδεινώνει τα συμπτώματα της νέας νόσου. 

Ο ρόλος των ΜΚΔ δεν μπορεί να υποτιμηθεί, όπως δεν μπορεί να υποτιμηθεί επίσης και η αυξημένη ανισότητα. Είναι οι δύο πιο σημαντικοί παράγοντες που άλλαξαν τα απαιτούμενα της κοινωνίας. Η τρέχουσα κρίση του κορονοϊού επιτάχυνε αυτή την εικόνα. Η επιτάχυνση της διάβρωσης των μεσαίων τάξεων έχει επηρεάσει άμεσα και τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα, αφού οι πρώτοι είναι οι κύριοι εργοδότες και χρηματοδότες των δεύτερων οι οποίοι δεν έχουν πλέον προσδοκούμενο στόχο για κοινωνική αναβάθμισή τους.

Έτσι, ο μέσος Κύπριος βρίσκει πως δεν μπορεί να εκφραστεί ή να εκπροσωπηθεί διά μέσω τρίτων, αφού αυτοί απλούσατα δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις και προσδοκίες του. Αισθάνεται όμως πως έχει φωνή μέσα από τα ΜΚΔ, πως έχει ακροατήριο, πως μπορεί να επηρεάσει. Και, αφού οι παραδοσιακοί του εκφραστές δεν μπορούν να αποδόσουν τα απαιτούμενα, αναλαμβάνει πλέον τον ρόλο μόνος του. Έτσι δίνει ένα τέλος την ρεπουμπλικανική δημοκρατία της διαμεσολάβησης και απαιτεί άμεση δημοκρατία όπου ο ίδιος έχει ρόλο και λόγο.

Πλην όμως, οι δομές -πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές ή οικονομικές- είναι ρεπουμπλικανικές και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν την αμεσότητα. Εξού και η κοινωνική κρίση πίσω από την κρίση των θεσμών.  

Αυτή η στάση είναι ορατή σχεδόν σε όλες πτυχές της ζωής: Οπαδοί, θρησκευόμενοι, οικονομικοί παράγοντες, ψηφοφόροι και καταθέτες απαιτούν άμεσο έλεγχο, χωρίς μεσάζοντες. Η πολιτική και η οικονομία έχουν επηρεαστεί όσο και η θρησκεία, οι εταιρείες τηλεφωνίας, τα καταστήματα λιανικού εμπορίου, οι αγρότες, οι τράπεζες ή η αστυνομία.  

Η διαμεσολάβηση δεν αποτελεί ικανοποιητικό σύστημα για την κοινωνία, σε κανένα επίπεδο. Η αποστροφή κατά του ρεπουπλικανισμού (έμμεση δημοκρατία) και η απαίτηση για αμεσότητα αποτελούν έκφραση καταδίκης ενός συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας και διαχείρισης των πόρων της, το οποίο δεν αποδίδει τα απαιτούμενα. Το τρίλημμα του Χίρσμαν, «έξοδος, φωνή και αφοσίωση» καθίσταται κεντρικό γνώρισμα της σημερινής δυτικής κοινωνίας. 

Echo Chamber στις αναρτήσεις Brexit

Την ίδια ώρα, η εντεινόμενη χρήση της διαδικτυακής επικοινωνίας οδηγεί σε εντεινόμενη χρήση της διαδικτυακής επικοινωνίας. Μέσα στο αντηχείο (echo chamber) των αλγόριθμων των ΜΚΔ, ομόφυλες απόψεις συναθροίζονται με αποτέλεσμα οι υφιστάμενες απόψεις του κάθε χρήστη να πολλαπλασιάζονται, να επαναλαμβάνονται και τελικά να επιβεβαιώνονται πέρα πάσης αμφιβολίας.

Τελικά, η δημοκρατικοποιήση της πληροφορίας, την οποία όλοι χαιρετίσαμε σαν χαραυγή μιας νέας, ανοικτής εποχής πριν δύο δεκαετίες, έχει φέρει την υπερκατανάλωση της «ενημέρωσης» που ο Chris Stirewalt, ένα από τους πολλούς πρόσφατους αφανείς ήρωες της ελευθερίας του λόγου, μιλώντας για την δική του πρόσφατη εμπειρία, σχολιάζει εύστοχα: » a nation of news consumers both overfed and malnourished.«

Έτσι, η ακραία άποψη, η θεωρία συνομωσίας, ο παραλογισμός και ο θυμός αποτελούν πλέον μέρος του «φυσιολογικού», αφού η δημόσια σφαίρα και ο δημόσιος διάλογος έχουν αντικατασταθεί σχεδόν πλήρως από μεγάλο αριθμό ομφαλοσκοπικών φυλών των οποίων τα μέλη απευθύνονται αποκλειστικά σε ημέτερους. Ο καθένας ακούει μόνο εκείνους που θα μπορούσαν να ήταν τα δικά του, προσωπικά, φερέφωνα.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αλήθεια καθίσταται άσχετη.

Επιβάλλεται η λογική που ο Χάρρυ Φράνκφουρτ αποκάλεσε «Λαφαζανιά» (Bullshit). Σε αντίθεση με το ψέμα, το οποίο γνωρίζει την αλήθεια, αναγνωρίζει την ισχύ της, και της επιτίθεται, η λαφαζανιά αγνοεί πλήρως την αλήθεια. 

Την υποβαθμίζει, την αντιμετωπίζει σαν άσχετη, την καταργεί ως σημείο αναφοράς. Και, τελικά, η λαφαζανιά είναι χειρότερη και πιο επικίνδυνη από το ψέμα, το οποίο έχει τουλάχιστον μια τελεολογική σχέση με την αλήθεια. Έτσι, ενώ η αλήθεια αποτελεί ικανό αντίπαλο του ψεύδους, δεν μπορεί να αποτελέσει άμυνα κατά της λαφαζανιάς.

Αυτή είναι η πορεία των πραγμάτων

Διασπάται, χωρίς να το πάρουμε είδηση, η συνάφεια μεταξύ Αλήθειας και Πραγματικότητας, με την πρώτη να αντιμετωπίζεται ως ασήμαντη, και την δεύτερη να είναι πλέον πλαστή κατά βούληση, με βάση μια μικρή δόση αλήθειας, ένα δείγμα, που επιστρατεύεται με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσει ως άλλοθι.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία σιγά-σιγά εγκαταλείπει την προσπάθεια για να βρει ελπίδα και λύσεις. Είναι πλέον διατεθειμένη να αναζητήσει μόνο φταίξιμο και φταίχτες. 

Αυτή η εικόνα κατά πάσα πιθανότητα θα αντικατοπτριστεί σε μια κατακερματισμένη και κακόφωνη Βουλή, ενώ ήδη διαφαίνεται στην ευκολία με την οποία κτίζονται πυρές για κάψιμο ενόχων, ιδίως για την διαφθορά. Και, ενώ ένοχοι υπάρχουν, σήμερα αυτό που παρατηρούμε είναι πως μαζί τους καίγονται με την ίδια ευκολία και οι αθώοι. Δίνεται μια εξαιρετική ευκαιρία σε άτομα που επιθυμούν να μετατραπούν σε Ιερούς Εξεταστές, σε «εξαγνιστές», σε ήρωες κατά της διαφθοράς, να δακτυλοδείξουν όσο πιο πολλούς μπορούν, κατηγορώντας ένα σύστημα του οποίου οι ίδιοι ήταν ανέκαθεν κεντρικά γρανάζια και βασικοί εκφραστές. Οι αρουραίοι, κατά την αγγλική έκφραση, εγκαταλείπουν πρώτοι το πλοίο που υπηρέτησαν πιστά, όταν αυτό δείχνει να βυθίζεται, αυτή τη φορά πυροβολώντας αδιάκριτα. Με το έργο τους, η αλήθεια καθίσταται άσχετη. Υπάρχει μόνο η διακήρυξη ενοχής, βασισμένη σε κατασκευασμένα «γεγονότα» με βάση την ατζέντα που πρέπει να εξυπηρετηθεί.

Δίπλα στα υπαρκτά σκάνδαλα και τις σοβαρές ηθικές ελλείψεις, πλάθονται άλλα τόσα των οποίων σκοπός είναι αποκλειστικά η εξυπηρέτηση συμφερόντων των «εξαγνιστών» με βάση την δική τους προσωπική ατζέντα:

Απαιτείται μια συνταγματική κρίση, ένα κύμα πραγματικών σκανδάλων, αποστροφή των πολιτών από την πολιτική, αύξηση των ακραίων απόψεων, πολιτική κατάρευση και οικονομική δυσχέρεια- απαιτείται γενικευμένη ηθική αποτυχία της κοινωνίας και δη της πολιτικής– χρειάζεται να υπάρχουν πολλοί αληθινοί φταίχτες για δικαιολογηθεί το τελετουργικό ξήλωμα κάποιου ή κάποιων Dreyfus.  

Όσο αυτό το φαινόμενο αφορά μόνο ορισμένους αθώους που θυματοποιούνται από την ανάγκη αυτοπροβολής και την εξυπηρέτηση ατζέντας, το φαινόμενο είναι κακό αλλά υποφερτό για την κοινωνία. Όσο επηρεάζει μόνο λίγους, τότε η κοινωνία αντέχει. Το δικό τους τραύμα είναι βαθύτατα άδικο μεν, αλλά αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Όταν όμως μετατρέπεται σε γνώρισμα της κοινωνίας, τότε η μετάσταση το καθιστά σοβαρό. Η κοινωνία, κουρασμένη, απελπτισμένη, οργισμένη, δεν έχει ούτε την διάθεση, ούτε την υπομονή να διακρίνει μεταξύ αθώων και ενόχων κατηγορούμενων.

Όταν, λοιπόν, στον δημόσιο βίο το φαινόμενο καθίσταται τόσο ευρύ που επηρεάζεται ο διάλογος στην δημόσια σφαίρα, τότε το πρόβλημα των «εξαγνιστών» μετατρέπεται το ίδιο σε διαφθορά που επιχειρεί να αντικαταστήσει την διαφθορά.

Το περιβάλλον αυτό εντείνει τις ακραίες απόψεις σε όλα σχεδόν τα ζητήματα -διαβατήρια, λίστες, κυπριακό, οικονομία, ανισότητα, σφαγεία, δάνεια… Η πόλωση καθίσταται όλο και πιο ακραία, ευρύτερα πολυκεντρική και όλο και πιο απομακρυσμένη από την χωρίς πάθος, προσεκτική, αναλυτική προσέγγιση της σοβαρής τοποθέτησης.

Από μιαν άλλη σκοπιά, η κατανομή ψηφοφόρων προς τα άκρα του φάσματος στο κάθε θέμα, και η μετάφραση της ομοφυλικής στάσης σε πολιτικές επιλογές είναι, μάλλον, η σημαντικότερη και πιο τοξική μακροπρόθεσμα έκφανση του φαινομένου.  Τα κόμματα, αντί να έχουν κίνητρο να στραφούν προς την μετριοπάθεια σαν συναρθροιστές συμφερόντων, βρίσκονται αντιμέτωπα με την ήττα αν δεν υιοθετήσουν πιο ακραίες θέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η απελπισία της μεσαίας τάξης και η απαίτηση για άμεση πρόσβαση στη λήψη αποφάσεων, οδηγούν σε αυτή την εικόνα – ο καθένας, χωρίς να ενδιαφέρεται για την Αλήθεια, μπορεί να καταγράψει την δική του επίπλαστη Πραγματικότητα για την οποία να πείσει τους ομόφυλους του με μεγάλη ευκολία. Εν τω μεταξύ, διωγμένη από το κέντρο της μετρημένης άποψης, η πολιτική θα κινηθεί αναπόφευκτα στα άκρα για να περιμαζέψει ό,τι μπορεί. 

Λύσεις υπάρχουν για κλείσει αυτό που ο Αλέξης Παπαχελάς πρόσφατα αποκάλεσε «εργοστάσιο οργής». Μικρές βελτιώσεις χωρίς τις «επαναστάσεις» εκείνες που απειλούν να αντικαταστήσουν τον παλιό χαλίφη με ένα νέο. Με (σχετικά) αλλαγές μικρές που έχουν με μεγάλο αντίκτυπο, στους όρους του κανόνα του 80-20, που σιγά-σιγά μπορούν να αλλάξουν τα πράματα. Γνώση, ιδέες και συνταγές υπάρχουν. Το ζητούμενο όμως είνια να υπάρξει και πολιτική βούληση -πρέπει πρώτα να δεκτούν εκείνοι που ζουν από το «εργοστάσιο οργής» πως το εργοστάσιο θα πρέπει να κλείσει πριν να είναι πλέον αργα για την κοινωνία.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.