
Όταν το 1380 ο Μουράτ Α΄ αποφάσιζε να ιδρύσει το «νέο σώμα στρατού» (yeniceri), ίδρυε μια από τις πιο τρομακτικές στρατιωτικές μονάδες της εποχής του, η οποία, όχι μόνο επιβίωσε για σχεδόν 400 χρόνια, αλλά αποτέλεσε και την αιχμή του δόρατος εκείνης της πολεμικής μηχανής που έφτασε μέχρι και τα τείχη της Βιέννης.
Φυσικά, οι γενίτσαροι ήταν ένα σώμα κτισμένο στον θεσμό του παιδομαζώματος, εκείνο τον άθλιο και βάρβαρο θεσμό που αποτέλεσε κεντρικό γνώρισμα του όλου συστήματος, μέχρι την κατάργησή του το 1683. Από εκείνη τη χρονιά, η κατάταξη έγινε εθελοντική. Οι γενίτσαροι απέκτησαν επίσης το δικαίωμα να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά, ενώ άρχισαν να ασχολούνται και με διάφορες εμπορικές δραστηριότητες στον ελεύθερό τους χρόνο. Όλα αυτά ήταν καταστροφικά. Με τα νέα δικαιώματα που απέκτησαν εντός και πέριξ του παλατιού, ήταν σε θέση να ασκούν έλεγχο στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήλεγχαν μόνο τον στρατό, αλλά και τη γραφειοκρατία.
Ωστόσο, από τη στιγμή που απέκτησαν δικαιώματα, κάτι άλλαξε: Με τους νέους οικογενειακούς τους δεσμούς, απέκτησαν νέα συμφέροντα. Με την απόκτηση παιδιών, άρχισαν να αναζητούν τρόπους να προωθήσουν τον νεποτισμό στο σώμα για να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών τους. Και με τις νέες ενασχολήσεις τους σε «δεύτερες δουλειές», ας πούμε μετά τις 14:30, απέκτησαν μια σειρά από δικά τους συμφέροντα και διαμόρφωσαν μια μικρή αλλά ουσιαστική και ισχυρή αστική τάξη. Αυτές οι αλλαγές αντέστρεψαν τα δεδομένα που είχαν αρχικά καταστήσει τους γενίτσαρους ισχυρό σώμα. Διαλύθηκε η σιδηρά πειθαρχία και η απόλυτη αφοσίωση στον σουλτάνο. Διαλύθηκε και η αξιοκρατία που τους χαρακτήριζε όσο αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο ολόκληρης της Ευρώπης.
Τελικά, όταν το 1826 ο Μαχμούτ Β΄ αποφάσισε να δημιουργήσει ένα νέο σώμα κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, οι γενίτσαροι, που είχαν συνηθίσει να επιβάλλουν στην Πύλη τι να κάνει, και όχι το αντίθετο, ετοίμασαν «αντιδράσεις». Ο Μαχμούτ, που ανέμενε τις αντιδράσεις, βομβάρδισε τους στρατώνες τους και μετά σφαγίασε τους επιζήσαντες. Το σημαντικότερο στοιχείο που μπορεί κανείς να διακρίνει στην ιστορία ενός άγριου και βάρβαρου στρατού, είναι το πώς η κοινωνία και η πολιτική εύκολα μπορούν να αιχμαλωτιστούν από εκείνους που αρχικά είχαν την εντολή να προωθούν το κοινό συμφέρον.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι γενίτσαροι υπόκειντο σε μια σειρά από κανονισμούς που στόχο είχαν την αποφυγή της ανάπτυξης οικογενειακών, ταξικών ή άλλων συμφερόντων. Κι όμως, η διαμόρφωση μιας ομάδας με νεποτιστικές, αναξιοκρατικές και εγωιστικές διαθέσεις, δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί εάν αυτή η τάξη αποκτά προνόμια τα οποία δεν συνάδουν και δεν συμβαδίζουν με τα όσα προσφέρει στα δημόσια αγαθά. Η αποσύνδεση των ωφελημάτων από την ποσότητα και την ποιότητα της δουλειάς που γίνεται από τη νομενκλατούρα της δημόσιας υπηρεσίας, έχει καταστρέψει αυτοκρατορίες και έθνη.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι γίνεται μεγάλη σπατάλη πόρων, παρ’ όλο που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως η αναξιοκρατία είναι κλοπή και τίποτε λιγότερο. Το ακόμα βαθύτερο πρόβλημα είναι πως μια τέτοια τάξη, στην οποία το κράτος βασίζεται, έχει εκείνα τα εγγενή χαρακτηριστικά που καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτη την εκ των έσω σήψη της. Όλα αρχίζουν όταν τα ταξικά προνόμια που απολαμβάνει αυτή η τάξη γίνονται αντιληπτά ως προσωπικά «κεκτημένα», χωρίς όμως να δίνεται σημασία στο κατά πόσον αυτά τα κεκτημένα είναι δίκαια ή αν λειτουργούν σε βάρος του κοινού καλού.
Έτσι, βλέπουμε, για παράδειγμα, μη αξιοκρατικές προαγωγές, βέβαιες αυξήσεις στους μισθούς ανεξαρτήτως της ποιότητας της δουλειάς του καθενός, τιμωρία των καλών και προώθηση των τεμπέληδων. Βλέπουμε, ακόμα, μαζικές παραβιάσεις κανονισμών με δεύτερη εργασία και κατά συρροή φοροδιαφυγή. Βλέπουμε, τέλος, μαζική πτώση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας. Στην Κύπρο όλα αυτά έχουν γίνει αντικείμενο μιας σοβούσας σύγκρουσης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, η διόρθωση δεν είναι αντιθετική. Δεν είναι «υπέρ» του ενός και «εναντίον» του άλλου. Αυτή η στήλη επιμένει εδώ και καιρό πως η ηγεσία της συντεχνίας του Δημοσίου, ναι μεν εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα, όχι όμως και τα συμφέροντα των μελών της. Και, επιπλέον, οι μόνοι που έχουν λόγο να αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις, σε ζητήματα όπως η αξιολόγηση και το συνταξιοδοτικό, είναι: (1) Όσοι αφυπηρετούν σύντομα, (2) οι τεμπέληδες και (3) εκείνοι που είναι λιγότερο ικανοί από τους άλλους και ταυτόχρονα δεν θέλουν να βελτιωθούν.
Στον δε ιδιωτικό τομέα, ισχύουν παρόμοιες καταστάσεις, με την έκπτωση των κριτηρίων ποιότητας, το κλείσιμο επαγγελμάτων και τη φοροδιαφυγή. Πάνω από όλα, όμως, η προνομιούχα τάξη, αν λειτουργεί με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχει πάντα το ίδιο πρόβλημα. Εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το πρόβλημα το είδαμε και αλλού. Πέρα από την Κίνα και τη Ρώμη, το ίδιο έγινε και στη Γαλλία του 18ου αιώνα, στην Αυστριακή Αυτοκρατορία του 19ου, στη Σοβιετική Ένωση του 20ού, στην Ελλάδα του 21ου κ.ο.κ.
Αν, φυσικά, θέλουμε να δούμε τα μαθήματα. Επίσης, πρέπει να προχωρήσει το ΓεΣΥ και να εκπονηθεί Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ).