«Πώς είναι να διαβάζεις την Προς Κορινθίους Α στην Αλταμίρά;
Είναι εξαιρετικά σπάνιο να συμφωνούν σε κάτι οι ανθρωπολόγοι, οι ιστορικοί και οι θεολόγοι. Κι όμως, η διατύπωση του προστάγματος των ημερών αυτών, εκείνο το «αγάπα τον πλησίον σου», είναι κάτι παραπάνω από ηθική προσταγή, που κατάντησε πλέον κοινοτοπία.
Οι ανθρωπολόγοι και οι ιστορικοί συμφωνούν πως η πρώτη έκφανση του πολιτισμού, η πρώτη δηλαδή στροφή του ανθρώπου από την άναρχη επιβίωση προς τη ζωή σε οργανωμένους οικισμούς, έφερε μαζί της κάποιες αλλαγές. Αρκετοί, μάλιστα, θεωρούν πως το στοιχείο που κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη οργανωμένων πρωτόγονων κοινοτήτων είχε να κάνει με τη νευρολογία: Η ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου, εν μέρει αποτέλεσμα άλλων σωματικών αλλαγών, δημιούργησε την ικανότητα στον άνθρωπο να αισθάνεται κάτι καινούργιο. Η λέξη που αποδίδεται σε αυτό το νέο συναίσθημα –συμπόνια– είναι ταλαιπωρημένη αλλά έχει σημαντικές προεκτάσεις.
Σε αντίθεση με τη συμπάθεια, με την οποία ένας άνθρωπος αισθάνεται λύπη για το πάθημα του συνανθρώπου του, με τη συμπόνια δεν στέκεται απέναντι στον παθόντα, αλλά στη θέση του. Συμπάσχει, φαντάζεται πώς είναι να παθαίνει κανείς εκείνο που έπαθε ο άλλος. Δεν είναι τόσο λύπη ή οίκτος απέναντι στον άλλο, αλλά συμμετοχή στον πόνο του.
Ιστορικοί και ανθρωπολόγοι θεωρούν πως σε αυτή τη νευρολογική εξέλιξη συνέβαλε και η ανάπτυξη της γεωργίας, που συνέτεινε στη δημιουργία μόνιμων οικισμών από τις μέχρι πρότινος νομαδικές φυλές. Με τη μόνιμη εγκατάσταση, το βίωμα του θανάτου γινόταν κάτω από νέους όρους. Ο επιζών δεν θάβει και φεύγει. Πρέπει να διαχειριστεί το πτώμα, να ζήσει κοντά στους αγαπημένους του αποθανόντος, να δει τι θα γίνουν τα υπάρχοντά του, τα παιδιά του, η χήρα του, τα ζώα του.
Η συμπόνια ήταν η αντίδραση του νευρολογικού συστήματος στις εμπειρίες της πολιτισμένης ζωής. Πολλοί φιλόσοφοι αγωνίστηκαν να διατυπώσουν μια θεωρία που να περιγράφει τα αναπόφευκτα διλήμματα του ανθρώπου όταν αυτός ζει σε κατάσταση μακριά από τη φύση.
Από τον Hobbes μέχρι το «Στρεβλό Ξύλο της Ανθρωπότητας» του Berlin και τη συγκινητική ομιλία του Max Weber μετά τις Βερσαλλίες, οι φιλοσοφικές αναλύσεις έφτασαν πολύ μακριά, αλλά παρέμειναν αυστηρά κοσμικές. Ίσως πιο ενδιαφέρον να είναι το ότι ένας θεολόγος, ο Reinhold Niebuhr, έκανε την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση, στο «Moral Man and Immoral Society».
Τίποτα από αυτές τις αναλύσεις δεν ξεφεύγει πραγματικά από τη βιβλική περιγραφή της «πτώσης» από τη φύση στον πολιτισμό. Σε μια σκηνή που μοιράζονται οι μονοθεϊστικές θρησκείες, η αποξένωση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του, και κατ’ επέκταση από το θείο, είχε ως αποτέλεσμα την αρχή μιας μεταφυσικής Οδύσσειας που δεν έχει φτάσει στον προορισμό της, ούτε έχει ως προορισμό της ένα «τέλος».
Κι όμως, πριν από την πτώση δεν υπήρχε συμπόνια, διότι δεν είχε κάτι να εξυπηρετήσει. Αντίθετα, από τη στιγμή που αρχίζει αυτή η πορεία, η οποία στο χριστιανικό λεξιλόγιο περιγράφεται ως πορεία από την πτώση προς τη σωτηρία, κεντρικό γνώρισμα του βιώματος είναι το πάθος. Ο καθένας τον σταυρό του.
Τα διλήμματα που δημιουργεί ο πολιτισμός στην ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορούν να λυθούν. Όπως περιγράφει ο Niebuhr, όσο «ηθικός» κι αν είναι ο άνθρωπος, η κοινωνία θα είναι, εκ φύσεως, ανήθικη. Βασίζεται στη χρήση βίας και καταναγκασμού, στην επιβολή όρων και κανόνων, στην αντιπαράθεση αρχών που δεν μπορούν να συνυπάρξουν ή να συμφιλιωθούν. Η ελευθερία του ενός συγκρούεται με την ελευθερία του άλλου. Η δικαιοσύνη συγκρούεται συχνά με την ειρήνη. Οι πόροι μας είναι περιορισμένοι και η ασφάλεια ανταγωνίζεται την παιδεία και τη δικαιοσύνη για τα χρήματα και τον χρόνο μας.
Η παυλική διατύπωση, με την οποία η πεμπτουσία του χριστιανισμού συνοψίζεται στο τρίπτυχο «πίστη, ελπίδα και αγάπη», δεν αντιπαρέρχεται τις κοσμικές διατυπώσεις των πολιτικών φιλοσόφων. Και οι δύο θεωρήσεις έχουν να κάνουν με το πώς μπορούμε, συλλογικά και ατομικά, να επιβιώσουμε κάτω από τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο «πολιτισμός», αυτό που η θρησκεία αναγνωρίζει ως ζωή εκτός της Εδέμ, έχει να κάνει με την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων και διλημμάτων. Εάν πάντοτε πρέπει να κάνει ο καθένας το «σωστό», αυτό δεν είναι τόσο απλό όταν δεν μπορείς –ασχέτως προθέσεων– να ξέρεις τι είναι το σωστό: Να μειώσουμε τον πληθωρισμό που τρώει τις αποταμιεύσεις και τους μισθούς του κόσμου ή να τονώσουμε την ανάπτυξη που θα δώσει δουλειά στους άνεργους; Δεν μπορείς να αποφασίζεις αβασάνιστα.
Η πιο σημαντική μεταφυσική εξέλιξη στη μακρά ζωή του ανθρωπίνου γένους ήταν η ανάπτυξη του πολιτισμού. Αυτό οδήγησε στη ζωή εν μέσω συνθηκών σπανιότητας, όπου οι πόροι δεν αρκούν, τα ηθικά διλήμματα δεν έχουν λύση, όπου ο θάνατος γίνεται πηγή νευρολογικών εξελίξεων που οδηγούν στη συμπόνια. Σε αυτές τις συνθήκες, η διαχείριση των κοινών έχει μια μεταφυσική διάσταση και τα οικονομικά ζητήματα ξεπερνούν την απλή λογική της «επιστήμης των λεφτών».
Κάπως έτσι, θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει το Πάσχα από την κοσμική του πλευρά και έτσι ευκολότερα να αγγίξει τη μεταφυσική του, θεολογική διάσταση.
Καλή Ανάσταση
ΥΓ. ΤΟ παρόν κείμενο εκδόθηκε το Μεγάλο Σάββατο στην Καθημερινή
