Όποτε τελειώνει το έτος, συνηθίζεται διάφοροι σχολιαστές, αναλυτές, δημοσιογράφοι και πολιτικοί να στρέφονται προς την συνήθη συνταγή της ανασκόπησης του χρόνου που τελειώνει και την κατάθεση εκτιμήσεων για το νέο έτος. Φέτος, αυτή η πρακτική είναι ακόμα πιο επώδυνη από άλλες φορές. Οι κρίσεις στην ελεύθερη οικονομία είναι κάτι το φυσιολογικό και, όπως αποδεικνύεται και πάλι, λειτουργούν διορθωτικά στα λάθη και ελλείψεις των νομοθετών και ρυθμιστών της αγοράς. Παρά τις ελπίδες κάποιων ότι η κρίση θα σήμανε το τέλος του «συστήματος», κάτι τέτοιο δεν έγινε, ούτε θα γίνει. Δυστυχώς, ακόμα, το παλιό μάθημα της ελεύθερης οικονομίας και του καπιταλισμού, βρέθηκε μπροστά μας για ακόμα μία φορά.
Οι κρίσεις δεν βαίνουν «κατά τους συστήματος». Αντίθετα, είναι μέρος του. Ένα επώδυνο μέρος, φυσικά, το οποίο οφείλεται στην ανθρώπινη ανεπάρκεια: Τα προϊόντα δεν ρυθμίστηκαν. Η σχέση των χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών αγορών με την πραγματική οικονομία αφέθηκε να σπάσει. Οι πολιτικοί ξέχασαν πως ο ρόλος τους είναι να προσφέρουν σταθερότητα χωρίς να μπαίνουν στα πόδια της οικονομίας. Αυτές οι πρακτικές οδηγούν σε κρίσεις. Και, επειδή το «σύστημα» είναι ανθρώπινο, θα χρειάζεται πάντα διόρθωση.
Η ρήση του Αϊζάϊα Μπερλίν ότι «θα πρέπει μέχρι σήμερα να έχουμε μάθει τι σημαίνουν οι λεγόμενες ‘μόνιμες λύσεις’», ισχύει, τόσο για όσους θεωρούν τον καπιταλισμό τέλειο και αλάνθαστο, όσο και για εκείνους που προσβλέπουν σε κάποιο άλλο «τέλειο» πλην ανθρώπινο δημιούργημα: το τέλειο δεν συμβιβάζεται με τον ανθρώπινο.
Βλέπουμε στην Κύπρο, για παράδειγμα, προσπάθειες να «αναθερμανθούν» αγορές όπως εκείνη των ακινήτων, παρά το γεγονός ότι υπήρχε φούσκα. Οι πολιτικοί πρέπει να καταλάβουν πως η στήριξη μιας αγοράς δεν είναι το ίδιο με την στρέβλωσή της. Οι Κεντρικοί Τραπεζίτες γνωρίζουν πως ο Γκρήνσπαν, παρά τα πολλά του λάθη, είχε δίκαιο όταν έλεγε πως η δουλειά του είναι να απομακρύνει το ποτό μόλις αρχίσει το πάρτι. Έτσι, οι δικοί μας πολιτικοί αντί να ανησυχούν για την σταθερότητα, για τις συνθήκες βεβαιώτητας και για την αφαίρεση στρεβλώσεων, πάντοτε ήθελαν να «τονώνουν» κλάδους, να υπερθερμάνουν την οικονομία για να αποκομίσουν πολιτικά ενοίκια και να προωθήσουν τις παρεμβατικές τους ιδέες στην οικονομία.
Εάν, όμως, η σύγχρονη οικονομική θεωρία θεωρεί την κρατική παρέμβαση απαραίτητη για την λειτουργία της αγοράς, αυτό δεν σημαίνει πως είναι και παρεμβατισμός θεμιτός. Το γεγονός δε ότι ορισμένοι πολιτικοί συγγχέουν την «παρέμβαση» με τον «παρεμβατισμό» και δεν γνωρίζουν την διαφορά, αποτελεί μάλλον ένδειξη επιπέδου και απόδειξη πως οι στόχοι τους είναι πολιτικοί και όχι οικονομικοί. Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, στην Κύπρο κυριάρχησε η προχειρότητα, η ατολμία (ακόμα και δειλία) και η προσωρινή λογική του «να περάσουμε». Δεν είδαμε ούτε και μία μεταρρύθμιση εν μέσω κρίσης. Ακόμα και στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου υποτίθεται πως επιστρέφονται τα οφειλόμενα από το κράτος, η κίνηση ήταν μόνο εικονική χωρίς ουσία πίσω της.
Το πιο καταθλιπτικό στοιχείο του 2010 δεν ήταν η κρίση. Ούτε καν η τόσο οδυνηρή ανεργία. Ήταν το γεγονός ότι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία για να γίνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, να διορθωθούν τα δομικά προβλήματα της οικονομίας και να διασωθεί η ανταγωνιστικότητά μας. Και, ακόμα, όσοι νομίζουν πως όλα αυτά δεν αφορούν τους εργαζόμενους, τους χαμηλά αμειβόμενους και όσους δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, δεν έχουν καταλάβει ακόμα πώς λειτουργούν οι οικονομίες και, όπως και άλλοι πριν από αυτούς, εν ονόματι των φτωχών, καταδικάζουν τους φτωχούς σε φτώχεια. Αφελώς, ελπίζω να φανεί επιτέλους λίγη τόλμη μέσα στο 2011.
Επίσης, πρέπει να προχωρήσει το ΓΕΣΥ και να εκπονηθεί Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ).