Στην πρώτη ενδιάμεση εκλογική αναμέτρηση της θητείας του ρεπουμπλικάνου προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, το κόμμα του απώλεσε 26 έδρες στο Κογκρέσο και μία στη Γερουσία. Η αποδοχή του Ρίγκαν τότε ήταν 42%. Το 1994, ο Μπιλ Κλίντον είχε δημοτικότητα στο 48% και το κόμμα του έχασε 58 έδρες στο Κογκρέσο και οκτώ στη Γερουσία. Πενήντα χρόνια νωρίτερα, και ο Αϊζενχάουερ είχε χάσει 18 έδρες στο Κογκρέσο και μία στη Γερουσία, παρά την υποφερτή δημοτικότητα, στο 62%. Σήμερα, ο Ομπάμα καταγράφει δημοτικότητα 43%. Πρόσφατα το κόμμα του έχασε 60 έδρες στο Κογκρέσο και οκτώ στη Γερουσία.
Αϊζενχάουερ, Ρίγκαν και Κλίντον, όχι μόνο ανέκαμψαν, αλλά προχώρησαν με σημαντικές –και άνετες– νίκες στις επόμενες προεδρικές εκλογές και εξασφάλισαν «four more years» στον Λευκό Οίκο.
Στη δεκαετία του 1980, τα θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας των ΗΠΑ «ήθελαν» λύσεις που προέρχονταν από τα «ριγκονομικά» – την οικονομική πολιτική και λογική του Ρίγκαν. Το ύφος των προβλημάτων της οικονομίας –ιδίως αναφορικά με τους λόγους που προκαλούσαν την υψηλή ανεργία– απαιτούσε τόνωση της προσφοράς. Ακόμα, το είδος των ανισορροπιών σχετικά με την αποταμίευση και τις επενδύσεις της οικονομίας απαιτούσε συγκεκριμένες λύσεις, βασισμένες στην ενίσχυση της προσφοράς και την υποστήριξη των επιχειρήσεων. Αυτό ακριβώς έκανε ο Ρίγκαν, με εντυπωσιακά αποτελέσματα για την οικονομία. Και, εκτός από την οικονομία, η ανάπτυξη έδωσε νέα δυναμική και στην προσωπική του πορεία, καθιστώντας τον έναν από τους «ιστορικούς» ηγέτες της χώρας του.
Ο Κλίντον, ο οποίος υπέγραψε τη NAFTA και ενίσχυσε το εμπόριο σε αγαθά και υπηρεσίες, είχε να αντιμετωπίσει το μένος του εκλογικού του πυρήνα. Μάλιστα, οι αναφορές –που τα συνδικάτα ακόμα θυμούνται– στο «εκκωφαντικό ρούφηγμα» (giant sucking sound) των θέσεων εργασίας που πήγαιναν στο Μεξικό, ακόμα τον ακολουθούν. Επιπλέον, η εμπλοκή των ΗΠΑ –με δικά τους λεφτά, αυτεπάγγελτα– στη σωτηρία των γειτονικών οικονομιών, σε μια σειρά από κρίσεις που θα έκαναν τη σημερινή Ελλάδα να φαίνεται εύρωστη, διέσωσε Βόρεια και Νότια Αμερική από τα χειρότερα.

Η επιμονή με την οποία αρνήθηκαν να λάβουν το μήνυμα της προσωρινής αντίδρασης των ψηφοφόρων, διέσωσε τους συγκεκριμένους προέδρους. Γνώριζαν πως το κλίμα ήταν προσωρινό και ότι η πολιτική τους θα απέδιδε. Και, στη σημερινή κρίση, μου φαίνεται πως το ίδιο θα πρέπει να κάνει και ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη σιγουριά του «yes, we can» που υπόσχεται να αποδώσει πολλά πριν το τέλος της θητείας του, παρά την αντίσταση των αντιπάλων του στο Κογκρέσο. Οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας, στο συνταξιοδοτικό, στα μπόνους της Wall Street και στη συμπεριφορά των τραπεζών μπορούν να κόψουν αρκετή από την αύρα απανθρωπιάς που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ και να τονώσουν την οικονομία, χωρίς όμως να θυσιάσουν την οικονομική άνεση της χώρας. Από τους Άικ, Ρίγκαν και Κλίντον, ο Ομπάμα μπορεί να μάθει πως το κόλπο είναι ακριβώς αυτό: Stay calm, carry on. Το μήνυμα της ήττας ήταν πως πρέπει να προχωρήσει πιο δυναμικά στον δρόμο που ήδη χάραξε για την προεδρία του, διότι έχει ακόμα να προσφέρει πολλά η πολιτική του «yes, we can».
Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα, που είναι αρκετά σοβαρό για τη συνέχεια. Η ρήξη του Αϊζενχάουερ με το «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα», τα ριγκονομικά και η εμπορική πολιτική του Κλίντον, όταν είχαν πια εξυπηρετήσει τον σκοπό τους, από εργαλεία μετατράπηκαν σε ιδεολογήματα.
Κι εδώ έγκειται και το σημερινό πρόβλημα, τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο. Στα οικονομικά και την πολιτική δεν χωρούν ιδεολογίες. Τα ριγκονομικά, που ισορρόπησαν την αμερικανική οικονομία, συνεχίστηκαν και ακόμα όταν έπαψαν να είναι χρήσιμα. Και, αφού ολοκληρώθηκε το έργο τους με την ανάκαμψη της οικονομίας, άρχισε ο κύκλος να αντιστρέφεται ξανά: Επέφεραν την αποθέωση της απληστίας, μεγαλύτερη ανισότητα και πολλές από τις σημερινές ανισορροπίες. Το δε ελεύθερο εμπόριο του Κλίντον ακολουθήθηκε με υπερβολικό ζήλο και έφτασε στο σημείο να δημιουργεί –εξαιτίας των πολιτικών– εκείνες τις ανισότητες και ασυμμετρίες που όλοι ήλπιζαν πως θα επιδιόρθωνε.
Η λατρεία των εργαλείων πολιτικής έφτασε σε τέτοιο επίπεδο, που πλέον οι πολιτικές δεν συνάδουν καν με την οικονομική θεωρία που τα στήριζε αρχικά. Η λογική του ελεύθερου εμπορίου εφαρμόζεται σήμερα με τρόπο που ακόμα και οι κύριοι διαμορφωτές της θεωρίας, όπως οι Στίγκλιτζ ή Κρούγκμαν, δεν αναγνωρίζουν καν τις θεωρίες τους, στις οποίες στηρίχθηκαν αρχικά οι πολιτικοί.
Σήμερα, ο Ομπάμα έχει την ευκαιρία να συνεχίσει την πολιτική του, αφού αυτή έχει ακόμα πολλά να προσφέρει. Ωστόσο, η ιστορία της χώρας του μας δίνει ένα σαφές μήνυμα: Η λογική και η νηφαλιότητα παραμένουν οι καλύτεροι σύμβουλοι. Αν τα πιο πάνω φαίνονται άσχετα με τα δικά μας, ας αναλογιστεί κανείς την τόλμη που χρειάστηκαν οι Αϊζενχάουερ, Ρίγκαν και Κλίντον για να πετύχουν κάτι που φάνταζε ακατόρθωτο, αλλά και την αφέλεια με την οποία οι πολιτικές τους υιοθετήθηκαν ως ιδεολογήματα όταν έπαψαν να είναι χρήσιμες, μέχρι που κατάντησαν επιζήμιες για την οικονομία και την κοινωνία.
Επίσης, πρέπει να προχωρήσει το ΓεΣΥ και να εκπονηθεί Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ).