Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενοβέζους το 1373, ακολούθησε και η Χίος. Λίγο αργότερα, και με σκοπό να εξασφαλίσουν την παντοδυναμία τους στις βασικές εμπορικές οδούς της Μεσογείου, οι Γενοβέζοι κατέλαβαν επίσης και την Κορσική και τη Σαρδηνία. Παρά το γεγονός ότι στις συνεχείς διαμάχες μεταξύ της Γένοβας και της Βενετίας σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, σε τελική ανάλυση οι πόλεμοι μεταξύ των δύο ιταλικών πόλεων δεν σχετίζονταν με τις μικρότητες, τις ίντριγκες και τις φιλονικίες της αυλής του Βυζαντίου. Στο τέλος της ημέρας, στο μυαλό των δύο πόλεων ήταν πάντοτε η εξασφάλιση μονοπωλίων στο εμπόριο της Μεσογείου και ειδικότερα στην ανατολική Μεσόγειο.

Τελικά, το έτος 1379 επρόκειτο να κρίνει τον νικητή. Παρά τον αποκλεισμό της Βενετίας από τον στόλο της αντιπάλου της, οι Βενετοί κατάφεραν να εγκλωβίσουν τους Γενοβέζους μέσα στη λιμνοθάλασσά τους, βυθίζοντας εμπόδια που δεν επέτρεπαν την έξοδο των σκαφών. Οι πολιορκημένοι πολιόρκησαν τους πολιορκητές και τους ανάγκασαν να παραδοθούν, μισοπεθαμένοι από την πείνα.
Τελικά, η Γένοβα αισθάνθηκε πως η συνθήκη που ακολούθησε δεν ήταν και άσχημη, αλλά η μοίρα της Μεσογείου είχε σφραγιστεί και μια ολόκληρη εποχή ισχυρής βενετσιάνικης παρουσίας σε όλη την επικράτειά της εγκαινιάστηκε, που βασιζόταν στην εμπορική δύναμη της πόλης.
Όσο για τους Γενοβέζους, το πρόβλημα δεν ήταν, τελικά, η ανεπάρκεια του ναυτικού τους, αλλά οι εσωτερικές τους διαμάχες. Σε αντίθεση με τη σιδηρά πειθαρχία και τη σταθερή πολιτική σκηνή της Βενετίας, τη Γένοβα κυβερνούσαν – ουσιαστικά – τέσσερεις οικογένειες: οι Doria, οι Grimaldi, οι Freschi και οι Spinola. Οι διαμάχες μεταξύ τους και οι συνωμοσίες που θύμιζαν Βυζάντιο, ανάγκασαν στο τέλος την πόλη να εκλέξει έναν και μοναδικό ηγέτη. Ωστόσο, τελικά αποδείχθηκε πως ο εκάστοτε Δόγης ήταν απλά και μόνο το φερέφωνο της οικογένειας που τον υποστήριζε και που τον ήλεγχε ως ανδρείκελο.
Έτσι, ενώ οι Βενετσιάνοι πολεμούσαν για την κυριαρχία της πόλης τους στη mare nostrum, οι Γενοβέζοι ήταν απορροφημένοι στις εσωτερικές τους διαμάχες και τα αλληλομαχαιρώματα. Παρά την ιδιοφυή κίνηση του ναυτικού της Βενετίας που τελικά έσωσε την πόλη το 1379, οι ιστορικοί καταλήγουν στην εκτίμηση πως, λόγω της έλλειψης ενότητας στη Γένοβα, δεν ήταν δυνατόν η πόλη να νικήσει στο μακρύ διάστημα.
Και κάπου εδώ η ιστορία θυμίζει την Κύπρο. Το Κυπριακό είναι ένα άλλο θέμα. Στην οικονομία, όμως, οι «τέσσερεις οικογένειες» που κυριαρχούν, δείχνουν ανίκανες να τα βρουν, παρά το γεγονός ότι συμφωνούν στα πάντα. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση για την ΑΤΑ, όπου όλα τα κόμματα συμφωνούν πως πρέπει να γίνουν αναπροσαρμογές ούτως ώστε να μειωθεί η ενίσχυση των υψηλά αμειβομένων υπέρ της ενίσχυσης των χαμηλόμισθων. Όλα τα κόμματα συμφωνούν πως η ΑΤΑ για τους υψηλόμισθους δημιουργεί κοινωνική αδικία και επιδεινώνει το μισθολογικό χάσμα. Συμφωνούν πως με τα ποσά που παραχωρούνται, περιχαρακώνεται ο πληθωρισμός. Συμφωνούν πως η ΑΤΑ για τους υψηλά αμειβόμενους χρηματοδοτεί την καλοπέραση και τις εισαγωγές. Συμφωνούν, εν ολίγοις, πως ο θεσμός σήμερα είναι άδικος, ζημιογόνος, σπάταλος και αχρείαστος.
Κι όμως, η συζήτηση αρχίζει πάντα με λόγια που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν: «Εμείς είπαμε το 1979 ότι…», «εσείς είχατε δηλώσει το 1983 πως…», «εγώ, μάλιστα, είχα κατηγορηθεί το 1985 διότι…». Δεν μας νοιάζει. Καθόλου. Αυτό που πρέπει άπαντες να μας πουν, είναι ποιος θα λύσει το πρόβλημα και όχι τι δήλωναν οι ίδιοι πριν τρεις δεκαετίες.
Παρά το γεγονός ότι όλοι συμφωνούν, η προσοχή τους εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στο πώς να νικήσουν στα σημεία της πολιτικής συζήτησης και στο πώς να υπογραμμίσουν τα σφάλματα των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Αντί, δηλαδή, να λύσουν το πρόβλημα, προτιμούν να το θεωρούν δυνητική πηγή ψήφων.
Το ίδιο ισχύει και για την κατάσταση στο συνταξιοδοτικό και για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Άπαντες συμφωνούν, όχι μόνο στον εντοπισμό του προβλήματος, αλλά και σε πολλές από τις προτεινόμενες λύσεις. Το ότι καταφέρνουν να ξεζουμίσουν διαφωνίες δημοσίως, μάλλον αποτελεί θρίαμβο της μικρότητας: Όλοι, για παράδειγμα, ωρύονται για το γεγονός ότι η δημόσια υπηρεσία πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, αλλά δεν επιτυγχάνεται συμφωνία δημοσίως.
Έτσι, οι υπόλοιποι αναγκαζόμαστε να ακούμε τι είπε ο καθένας το 1979. Αυτές οι στάσεις κατέστρεψαν ουκ ολίγα κράτη και λαούς, και η Γένοβα είναι απλά ένα από τα πολλά παραδείγματα. Η ανάγκη για ριζικές αλλαγές, ιδίως στο συνταξιοδοτικό και γενικότερα στο Δημόσιο, είναι άμεση και ξεκάθαρη. Αν και δηλώνουν πολλοί πως τα πράγματα θα είναι καλά για μερικά χρόνια, κατ’ ιδίαν παραδέχονται πως επίκειται καταστροφή αν δεν αλλάξει πορεία η χώρα. Και, ενώ αυτός ο «εχθρός» μάς απειλεί άμεσα, συνεχίζονται οι φιλονικίες σε ύφος business as usual. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς σήμερα στην πολιτική μας ηγεσία, είναι πως δεν μας ενδιαφέρει καθόλου τι θα κάνετε, αλλά υποχρεούστε να τα βρείτε. Επιτέλους.
Επίσης, πρέπει να προχωρήσει το ΓεΣΥ και να εκπονηθεί Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ).