Η σωτηρία των πλουσίων


Το 1961, στην ιστορική ομιλία με την οποία ο John F. Kennedy άρχισε την προεδρία του και στην οποία ανακοίνωσε μια σειρά από νέα δόγματα πολιτικής (για την εξωτερική πολιτική, την οικονομία και τον Ψυχρό Πόλεμο), ο νέος Αμερικανός πρόεδρος είπε: «Όταν μια ελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί να βοηθήσει τους πολλούς που είναι φτωχοί, δεν μπορεί να σώσει ούτε τους λίγους που είναι πλούσιοι». Έτσι κήρυξε πόλεμο στη φτώχεια.

Την περασμένη εβδομάδα, ο νομπελίστας Paul Krugman τα έβαλε με τους Ρεπουμπλικάνους. Ο λόγος, έγραψε, για τον οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι αντιτάσσονται με τόσο σθένος στην προσπάθεια του Ομπάμα να επεκτείνει τα επιδόματα των ανέργων, είναι πως «βρισκόμαστε ενώπιον άκαρδων, ανίδεων και σε σύγχυση ατόμων».

Οι Ρεπουμπλικάνοι επιμένουν στη νεοκλασική μικροοικονομική λογική, πως, όταν αυξάνονται τα επιδόματα ανεργίας, δημιουργούνται αντικίνητρα για αναζήτηση εργασίας. Εάν, λένε, τα επιδόματα είναι ικανοποιητικά, τότε γιατί να αναζητήσει κανείς εργασία; Καλύτερα να παραμείνει άνεργος κι ανέμελος, να πληρώνεται χωρίς να εργάζεται και να συνεχίσει εκείνη τη ζωή που εσχάτως ονομάστηκε «funemployment». Φυσικά, και ο Krugman παραδέχεται πως, όταν η οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, οι μισθοί είναι καλοί και θέσεις εργασίας είναι διαθέσιμες, αυτή η λογική ισχύει σε κάποιο βαθμό. Όχι, όμως, πάντα.

Η βασική αυτή λογική δεν είναι τυχαία. Υπάρχουν πολλές θεωρίες, κυρίως από τον χώρο της μικροοικονομικής ανάλυσης, οι οποίες εξετάζουν τις επιλογές των εργαζομένων και τις προτιμήσεις τους μεταξύ σχόλης και εισοδήματος. Πολλοί φοιτητές, μάλιστα, στην πρώτη τους επαφή με τα οικονομικά, κλήθηκαν από τους καθηγητές τους να υπολογίσουν αυτή την «ανταλλαγή» με βάση τις καμπύλες αδιαφορίας.

Φυσικά, σε μια περίοδο όπου η οικονομία περνά από σοβαρή ύφεση και νέες θέσεις εργασίας δεν δημιουργούνται, η υπόθεση πως τόσες χιλιάδες άνεργοι δεν αναζητούν εργασία διότι είναι τεμπέληδες, είναι μάλλον κυνική. Διερωτάται κανείς αν αναζήτησαν ποτέ εργασία χωρίς τις πλάτες της οικογένειάς τους όσοι ασπάζονται αυτή τη λογική, ιδίως εν μέσω κρίσης.

Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη διάσταση στο ζήτημα της ανεργίας. Ουσιαστικά, την περασμένη εβδομάδα, ο Krugman επικαλέστηκε τον νόμο του Say, ο οποίος αποτελεί και το ένα από τα τρία κενά στη θεωρία του Marx: Η παραγωγή προϊόντων, λέει, δημιουργεί ζήτηση για προϊόντα. Ο λόγος είναι πως η απασχόληση εργαζομένων για την παραγωγή αγαθών, μεταφράζεται σε εισοδήματα για αυτούς τους εργαζόμενους, και τα εισοδήματα των εργαζομένων ξοδεύονται σε άλλα αγαθά. Έτσι, η παραγωγή, αυξάνοντας την απασχόληση, τονώνει την οικονομία και μεταφράζεται σε ζήτηση.

Αυτό είναι και το βασικότερο επιχείρημα του Krugman, όταν λέει πως, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η ενίσχυση των επιδομάτων ανεργίας είναι ένα μέτρο που θα τονώσει την ανάπτυξη. Την ίδια λογική είχε και ο George Marshall, που αναστήλωσε μια διαλυμένη Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο για να πληρώσει τα χρέη που οι Αμερικανοί είχαν να παίρνουν. Αυτή ήταν και η λογική του Kennedy, στηριγμένη στη σχολή του «πεφωτισμένου ιδίου συμφέροντος».

Η οικονομική λύση δεν είναι, ωστόσο, η ίδια για όλους. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Say επέμενε πως η καλύτερη λύση για τις υφέσεις είναι οι κρατικές δαπάνες. Ήταν ο πρώτος κεϋνσιανός, χρόνια πριν τον Keynes. Για παράδειγμα, η τόνωση της ανάπτυξης μέσα από επιδόματα δεν μπορεί να λειτουργήσει στην Κύπρο, όπου δεν υπάρχουν βιομηχανίες μεταποίησης και η κατανάλωση χρηματοδοτεί ξένες και όχι ντόπιες εταιρείες. Οι λύσεις για την Κύπρο πρέπει να σχετίζονται με την παραγωγικότητα, τη μείωση του κόστους απασχόλησης και την άλλως πώς αύξηση της ζήτησης.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει οι «λίγοι που είναι πλούσιοι» να έχουν υπόψη τους πως, χωρίς τη «βοήθεια» των πολλών που είναι φτωχοί, δεν μπορούν και οι ίδιοι να ευημερούν για πολύ. Αυτό ισχύει μόνο για στυγνούς δικτάτορες και τον περίγυρό τους, και όχι για κοινωνικές τάξεις. Το συμπέρασμα αυτό έχει σημαντικές προεκτάσεις και πρέπει να απασχολήσει και την Κύπρο άμεσα. Καθόλου άσχετο δεν είναι, δε, με τα προβλήματα που σχετίζονται με την κατανομή του πλούτου σε μια κοινωνία. Μια κοινωνία στην οποία υπάρχουν λίγοι ζάμπλουτοι και πολλοί μίζεροι, δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά, εκτός από πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, π.χ. αν στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εξαγωγή προϊόντων μεταποίησης, όπως συμβαίνει σήμερα στην Κίνα. Κι εκεί, όμως, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την ανάγκη να επεκτείνει τη μεσαία τάξη για να καταστεί βιώσιμη η ανάπτυξη.

Την ίδια στιγμή, όμως, το πιο πάνω συμπέρασμα ενισχύει και μια αντίληψη, την οποία αυτή η στήλη επιμένει να υποστηρίζει: Η οικονομία είναι ένα κοινό ζήτημα και ένα εθνικό θέμα. Δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν ρίσκα οι επιχειρήσεις (μικρές και μεγάλες), αν αντιμετωπίζονται επιθετικά. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να μεγαλώνει η οικονομία, να αυξάνεται η απασχόληση, να ενισχύονται τα εισοδήματα των πιο άτυχων και να εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη. Οι αντιλήψεις πως υπάρχει ταξική πάλη, όπως συνέβαινε στη βικτωριανή οικονομία, δεν είναι απλά λανθασμένες, αλλά και επικίνδυνες. Η τοποθέτηση του Kennedy είναι καρκινική και αναγιγνώσκεται αμφίδρομα: Η αντίληψη πως «ο θάνατός σου, η ζωή μου» σημαίνει μόνο ότι οι νεκροί της οικονομίας θα αυξηθούν.

4 σχόλια

  1. Ανκαι γενικά συμφωνώ (φυσικά!), θα αναφέρω πως οι όποιες κρατικές δαπάνες μπορούν να βοηθήσουν ακόμα και μια οικονομία χωρίς παραγωγή.

    Υπάρχουν και οι …έμποροι!

    Φυσικά όμως θεωρώ ως ορθότερη την εισήγηση για επικέντρωση στην παραγωγικότητα στη μείωση του κόστους απασχόλησης…

    Αλλά αυτά είναι πράξεις που κόβουν, δεν δίνουν…

  2. Ευχαριστώ για το σχόλιό σου!

    Δέχομαι πως υπάρχουν οι έμποροι, δεν διαφωνώ μαζί σου.

    Αλλά η κατανάλωση αγαθών (που είναι εισαγόμενα) είναι ουσιαστικά «διαρροή» χρημάτων από την οικονομία. Από τη στιγμή που οι δαπάνες αυτές φεύγουν από την οικονομία, πρέπει να χρηματοδοτηθούν, αφού δεν παράγουν. Έτσι, η συνεχής κατανάλωση εισαγωγών μεταφράζεται σε ελλείμματα (εμπορικό έλλειμμα, καταχρεωμένα νοικοκυριά, ακόμα και δημοσιονομικό έλλειμμα).

    Αν, όμως, αφιερωθούν πόροι για την παραγωγικότητα, τότε η οικονομία θα είναι λιγότερο χρεωμένη, πιο εύπορη, και θα μπορεί να χρηματοδοτεί και τις εισαγωγές χωρίς να καταχρεώνεται. Τα νοικοκυριά της Κύπρου έχουν χρέη ύψους 133% του ΑΕΠ, κι αυτό είναι πρόβλημα. Συμφωνώ ότι οι έμποροι στηρίζονται με τις δαπάνες, αλλά ΚΑΙ ΠΑΛΙ θα στηρίζονταν με τόνωση της ανάπτυξης.

    Κατά την άποψή μου, η διαφορά είναι πως η δεύτερη επιλογή είναι πιο βιώσιμη. Με την πρώτη, κάποτε θα πρέπει να το χρηματοδοτήσεις, όπως λες κι εσύ.

  3. Νομίζω οι συνέπειες της κρατικής ενίσχυσης εξαρτώνται περισσότερο από τους φυσικούς πόρους και τις πρώτες ύλες και δευτερευόντως στην παραγωγή. Γιατί αν δεν τα έχεις αυτά, και πάλιν τα λεφτά θα πάνε στο εξωτερικό για να γίνουν εισαγωγή οι πρώτες ύλες στο νησί.

    Τελικά αν το κόστος ενός προϊόντος είναι 100, η τυχόν «βοήθεια» που θα δώσει η όποια κρατική ενίσχυση, θα έχει αποτέλεσμα αναλόγως των λεφτών που θα μείνουν στον τόπο. Αν έχουμε όλες τις πρώτες ύλες, τότε ίσως 100% της ενίσχυσης μένει στον τόπο, αν έχουμε παραγωγή από εισαγόμενες ύλες, τότε ας πούμε 60 με 70% μένει, αν είναι εμπορική δραστηριότητα, τότε 30-40%.

    Ακόμα και σε αυτό το παράδειγμα είναι φανερή η φθίνουσα βοήθεια που μπορεί να δώσει η κρατική ενίσχυση όταν μιλάμε μόνο για εμπόριο.

    Αν όμως έχουμε *μόνο* εμπόριο για να μιλήσουμε;

  4. Ναι, αλλά και οι πρώτες ύλες, έχουν ένα βασικότατο χαρακτηριστικό: είναι πόροι παραγωγής.
    Το θέμα, πιστεύω, δεν είναι τόσο αν «φεύγουν» τα λεφτά, αλλά αν παράγουν. Αν τα έχω επενδυμένα σε μια άλλη χώρα, τότε επιστρέφουν με την μορφή των κερδών.
    Αν παίρνω από το κράτος 100 ευρώ και αγοράζω ιταλικά ή κινέζικα παπούτσια, τότε δεν είμαι πιο πλούσιος: εγώ δεν πληρώνω, αλλά η κυβέρνηση που μου έδωσε τα 100 ευρώ θα πρέπει να ξεχρεώσει αυτόν που της τα δάνεισε (ο οποίος είναι ξένος).

    Ξέφτου την οικονομία σαν μια μικρή επιχείρηση: αν ο μάστρος δώσει στον υπάλληλο 100 ευρώ κι αυτός αγοράσει φανελλούες, τότε ό μάστρος και η επιχείρηση «έχασε» 100 ευρώ. Αλλά αν ο υπάλληλος αγοράσει νέο μηχάνημα, τότε ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΜΑ θα πληρώσει τα 100 ευρώ μέσα από την παραγωγή.

    Αν είχαμε πρώτες ύλες, θα είχαμε εξαγωγές. Δηλαδή θα ΕΡΘΟΥΝ λεφτά από το εξωτερικό. Οι δικές μας εξαγωγές (οικονομοτεχνικά) είναι ο τουρισμός, οι τράπεζες, οι δικηγόροι και οι λογιστές (δηλαδή υπηρεσίες).

    Δεν είμαι εναντίων των επιδομάτων κτλ. διότι είναι απαραίτητα σε μια κοινωνία. Αλλά η κατανάλωση δεν ΠΑΡΑΓΕΙ. Έτσι, 100 ευρώ κατανάλωσης, μόλις τα καταναλώσεις θα λείψουν. Αλλά αν δοθούν 100 ευρώ στην παραγωγή, τότε αυτά τα λεφτά θα συνεχίζουν να «γεννούν».

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.