Η αναθεώρηση της αξιολόγησης του κρατικού μας χρέους από την Standard and Poor’s στέλλει πολλά μηνύματα για την οικονομία. Οι S&P έθεσαν το κρατικό μας χρέος υπό «επιτήρηση» και θεωρούν πιθανή την υποβάθμιση του μέχρι το Φθινόπωρο.
Σημαντικό είναι το σχόλιο του οίκου πως «η αδυναμία της κυβέρνησης να περάσει σημαντικά νομοσχέδια» από τη Βουλή, προκαλεί ανησυχίες. Πάνω από όλα, οι S&P αναφέρονταν στο νομοσχέδιο για την αύξηση του εταιρικού φόρου –ένα νομοσχέδιο κατά του οποίου έγραψε αυτή η στήλη. Έτσι, προκύπτει πως η καταψήφιση των νομοσχεδίων προκαλεί ανησυχίες στους διεθνείς οίκους, και επομένως στους επενδυτές. Μάλιστα, οι S&P έχουν ξεκαθαρίσει πως θα διαφανεί κατά πόσο τελικά θα υποβαθμιστεί η αξιολόγηση του κρατικού χρέους, «όταν θα ξαναρχίσουν οι εργασίες της Βουλής». Ο οίκος σημειώνει επίσης πως επιθυμεί να εξετάσει «τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση», τώρα που δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τα πιο σημαντικά της νομοσχέδια.
Τώρα, να ακούσουμε την κυβέρνηση να δηλώνει πως είναι δικαιωμένη, θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς τι σκεφτόταν όταν έκανε τις κινήσεις της. Οι συνθήκες και τα πολιτικά δεδομένα, τόσο πριν όσο και μετά την έγκριση-εξπρές από το Υπουργικό και την κατάθεση στη Βουλή, δείχνουν μια πραγματικότητα που πρέπει επειγόντως να αντιμετωπιστεί: ΑΚΕΛ, Υπουργείο Οικονομικών και Προεδρικό ακολουθούν τρεις διαφορετικές οικονομικές πολιτικές, με προφανή χαμένο το Υπουργείο Οικονομικών.
Εν τω μεταξύ, η στήριξη του ΔΗΚΟ, που θα εξασφάλιζε υπερψήφιση στη Βουλή, δεν αναζητήθηκε. Μάλιστα, όπως λένε από το ΔΗΚΟ (και επιβεβαιώνεται off-the-record από αξιωματούχους της κυβέρνησης) είναι αλήθεια πως άλλα μέτρα έδειξαν στο κόμμα που υποτίθεται πως συγκυβερνά, και άλλα μέτρα παρουσίασαν στη Βουλή.
Τα συμπεράσματα δεν είναι τυχαία και δείχνουν πως η προσπάθεια ήταν μάλλον επικοινωνιακή. Μάλιστα, το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών, με μια σειρά από στοιχεία στη διάθεσή του, ανέλυσε σε κάποιους δημοσιογράφους γιατί η οικονομία μπορεί να επιβιώσει –και τα δημόσια οικονομικά να διορθωθούν- χωρίς αυτούς τους φόρους.
Ακόμα, όταν εκφράστηκαν ανησυχίες για τις επιπτώσεις των φορολογιών στην οικονομία, η κυβέρνηση αντιστάθηκε σθεναρά στις εισηγήσεις για τροποποιήσεις. Ο φόρος στα κέρδη, είπαν, έπρεπε να είναι ίδιος για όλους και οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά από τις μεγάλες και τα ολιγοπώλια. Ούτε έγιναν δεκτές προτάσεις για μέτρα ούτως ώστε να αποφευχθεί η απόκρυψη/κατακράτηση κερδών από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την απαιτούμενη «δύναμη πυρός» στα λογιστικά και νομικά τους τμήματα για να αποφύγουν την φορολόγηση. Ούτε, ακόμα, έγινε η παραμικρή κίνηση για να δοθούν μηνύματα στις ξένες επιχειρήσεις που άρχισαν –και ανοικτά- να εκφράζουν ανησυχίες πως η κυβέρνηση δεν έχει έλεγχο της οικονομίας μετά την τσαπατσουλιά της αύξησης του εταιρικού φόρου.
Σήμερα, όμως, δίνεται μία δεύτερη ευκαιρία. Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης ήταν ο ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος να μιλάει για σχέδιο Β και ο άλλος να τον διαψεύδει. Δηλαδή, μία από τα ίδια. Επιπλέον, πολλοί κύκλοι μέσα στην κυβέρνηση αντιστέκονται στους έμμεσους φόρους σε καπνό (τσιγάρα) και αλκοόλ διότι είναι «αντιλαϊκά». Ακόμα και η εισήγηση για έμμεσους φόρους σε είδη πολυτελείας, περιέργως, θεωρήθηκε αντιλαϊκή -σε αντίθεση, φυσικά, με τη φορολόγηση της οικογενειακής επιχείρησης.
Η κυβέρνηση σίγουρα θα πει πως για την υποβάθμιση ευθύνεται η αντιπολίτευση, προφανώς αναφερόμενη και στο «συγκυβερνών» ΔΗΚΟ. Ωστόσο, η ουσία των μηνυμάτων που έδωσαν οι S&P (και που αναμένεται να δώσουν και οι Moody’s) είναι πως η δημοσιονομική κατάσταση χρειάζεται διόρθωση και πως η ευθύνη είναι δική της. Ας γίνουν, επομένως, κινήσεις που επιτέλους να αποσκοπούν στη διόρθωση των δημοσιονομικών προβλημάτων τα οποία πνίγουν την οικονομία. Αντί για επικοινωνιακά κομματικά παιγνίδια, η κυβέρνηση έχει μία δεύτερη ευκαιρία για συνεννόηση μεταξύ ΑΚΕΛ, Προεδρικού και Υπουργείου Οικονομικών. Μπορεί επίσης να δεχτεί –τουλάχιστον για τα προσχήματα- πως το ΔΗΚΟ είναι στην κυβέρνηση και αρχίσει να ακούει και τις εισηγήσεις των άλλων, οι οποίοι ίσως (λέμε, τώρα) να αντιλαμβάνονται την οικονομία καλύτερα από ότι οι επικοινωνιολόγοι της.