Υπάρχουν θεμιτοί φόροι;

Η φορολόγηση είναι εργαλείο πολιτικής, όχι μόνο εσόδων

Η επιτήρηση από την ΕΕ, αν και αναμενόμενη, δημιουργεί υποχρεώσεις –πολιτικές, επικοινωνιακές κα άλλες- για επίδειξη έργου στην οικονομική πολιτική. Έτσι, η κυβέρνηση αναζητά σήμερα νέα μέτρα για εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών. Όπως γράφει σήμερα η Καθημερινή, τα υπό εξέταση μέτρα συμπεριλαμβάνουν αύξηση των τελών για την άμυνα και νέους φόρους σε τσιγάρα και αλκοόλ.

Αν και οι εισφορές για την άμυνα θα επηρεάσουν κάποιες επιχειρήσεις (και δεν θα πάνε στην Άμυνα), τουλάχιστον δεν στέλλουν τα χειρότερα μηνύματα στους επενδυτές. Ταυτόχρονα, η φορολόγηση του καπνού και του αλκοόλ, από την στιγμή που έχει μια διάσταση δημόσιας υγείας και δημιουργεί αντικίνητρα για κατανάλωση των συγκεκριμένων προϊόντων, δεν μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτα. Μάλιστα, όλες οι ενδείξεις από το εξωτερικό δείχνουν πως, με υψηλές τιμές στα τσιγάρα, οι πρώτοι που μειώνουν την κατανάλωση καπνού είναι οι νεαρότεροι που δεν έχουν ακόμα εθιστεί στην συνήθεια.

Ωστόσο, πέρα από κάποιες καλές αρχικές σκέψεις, η κυβέρνηση μπορεί –και οφείλει- να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Η φορολόγηση –όπως και τα νομικά «παραθυράκια» που επιτρέπουν την φοροαποφυγή- είναι ένα σημαντικότατο εργαλείο με το οποίο ένα κράτος μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για κάποιες συμπεριφορές, και αντικίνητρα για άλλες: Η φοροαπαλλαγές που προσφέρονται για εισφορές σε κοινωφελείς σκοπούς και φιλανθρωπίες, είναι ένα παράδειγμα. Η φορολόγηση των τσιγάρων, είναι άλλο.

Η κυβέρνηση σήμερα έχει μπροστά της μια μοναδική ευκαιρία να προχωρήσει σε μια τέτοια μεταρρύθμιση. Ένα παράδειγμα, είναι οι «πράσινοι» φόροι. Οι επιχειρήσεις μπορούν να λαμβάνουν, για παράδειγμα, φοροαπαλλαγές εάν χρησιμοποιούν ενεργειακά αποδοτικά μέσα. Μια τέτοια κίνηση θα επισπεύσει την υιοθέτηση ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών και την εναρμόνιση στα κτίρια η οποία υφίσταται ως μελλοντική υποχρέωση της Κύπρου κάτω από κοινοτικές Οδηγίες. Η χώρα μας σήμερα έχει δαπανεί περισσότερη ενέργεια ανά ευρώ του ΑΕΠ της από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, παρόλο ότι δεν έχουμε βαριές βιομηχανίες πεπαλαιωμένης τεχνολογίας, όπως συμβαίνει στην ανατολική Ευρώπη. Τα οφέλη από τέτοια κίνητρα θα ήταν πολλαπλά για την οικονομία και την κοινωνία μας.

Ακόμα, εάν, παράλληλα με τα κίνητρα των φοροαπαλλαγών υιοθετηθούν και φορολογικά αντικίνητρα με τα οποία να φορολογείται η ρύπανση, το κράτος θα έχει σημαντικά οικονομικά οφέλη και το ίδιο, πέρα από τα οφέλη που σχετίζονται με την περιβαλλοντική πολιτική, την δημόσια υγεία και την ποιότητα ζωής.

Μια αντίστοιχη πολιτική μπορεί να αφορά και την φορολόγηση οχημάτων. Εδώ και μερικά χρόνια, πολλοί αναλυτές σχολιάζουν πως το υφιστάμενο σύστημα, με το οποίο η φορολόγηση βασίζεται στον κυβισμό αντί στην κατανάλωση καυσίμων, ουσιαστικά τιμωρεί τα «πράσινα» αυτοκίνητα χαμηλής κατανάλωσης. Κι ακόμα, γιατί ένα τέτοιο σύστημα να μην επεκταθεί και σε άλλους τομείς, όπως τις οικιακές συσκευές ή άλλα μηχανήματα;

Ακόμα, μπορούν να αυξηθούν σημαντικά οι φόροι και στα είδη πολυτελείας. Τέτοιες φορολογίες στο εξωτερικό θεωρούνται κοινωνικά αθέμιτες για ένα απλό λόγο. Εξ αιτίας της υψηλής ελαστικότητας που επιδεικνύει η κατανάλωση ειδών πολυτελείας σε σχέση με την τιμή, μια αύξηση στους φόρους μεταφράζεται σε μείωση της κατανάλωσης. Έτσι, σκάφη, ακριβά ρούχα και κοσμήματα, καταναλώνονται λιγότερο όταν φορολογηθούν υψηλά και αυξηθεί η τιμή τους. Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει πως οι πρώτοι που τιμωρούνται και υποφέρουν, είναι τα νοικοκυριά και οι απλοί εργάτες που δουλεύουν σε μικρά ναυπηγεία, εργαστήρια κοσμημάτων και εργοστάσια ρούχων. Ωστόσο, στην Κύπρο τέτοια είδη είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εισαγόμενα και η μείωση της κατανάλωσης θα πλήξει μόνο ελάχιστους πολίτες. Έτσι, οι κοινωνικές επιπτώσεις τέτοιων φόρων θα είναι μειωμένες σε μια οικονομία όπως την κυπριακή, ενώ θα αυξηθούν και τα οφέλη για τα δημόσια οικονομικά μέσα από φορολογικά έσοδα. Αυτό ισχύει και για τους φόρους σε τσιγάρα και αλκοολούχα ποτά, που ήδη εξετάζει η κυβέρνηση.

Πάνω από όλα, τέτοιες φορολογίες δεν τιμωρούν την εργασία και την απασχόληση και τιμωρούν την κατανάλωση μη αναγκαίων ειδών. Έτσι, οι οδοί μέσα από τις οποίες μεταφέρονται αυτοί οι φόροι στους χαμηλά αμειβόμενους, κόβονται. Δεν επηρεάζεται η απασχόληση, δεν επηρεάζονται αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνουν οι πιο φτωχοί και δεν επηρεάζεται ούτε η ανάπτυξη και η ευρωστία των επιχειρήσεων.

Ακόμα, σήμερα η πιστωτική επέκταση στα καταναλωτικά δάνεια αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την οικονομία και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Λόγω χαρακτηριστικών του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες και τα συνεργατικά παραχωρούν σχεδόν αλόγιστα καταναλωτικές πιστώσεις. Με την είσοδο στο Ευρωσύστημα, δεν είναι ξεκάθαρο τι μπορεί να κάνει η Κεντρική Τράπεζα για να επιβάλει μείωση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας δανείων. Ήδη τα κυπριακά νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα (133% του ΑΕΠ) και η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους είναι δύσκολη. Η επιβολή ενός –μικρού, έστω- τέλους στις μη παραγωγικές πιστώσεις -χωρίς αναδρομική ισχύ- θα λειτουργούσε ανασταλτικά σε αυτή την πρακτική που αφήνει εκτεθειμένη την οικονομία και τα νοικοκυριά, και η οποία χρηματοδοτεί τις εισαγωγές και όχι την εγχώρια ανάπτυξη.

Πάνω από όλα, οι επιλογές αυτές δεν διορθώνουν προσωρινά μόνο τα δημοσιονομικά προβλήματα, αλλά έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και χρησιμοποιούν το αναπόφευκτο βάρος που επιβάλλουν οι φορολογίες στην οικονομία, για να επηρεαστεί και η συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και να ικανοποιηθούν στόχοι πολιτικής.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.