
Αν δεν αντιδράσουν οι ίδιοι οι χαμηλά αμειβώμενοι κατά της ηγεσίας του συνδικαλισμού, οι εργάτες δεν θα δουν ποτέ τους άσπρη μέρα.
Χαρακτηριστικό της ευρύτερης προσέγγισης των συνδικαλιστών, είναι το παράδειγμα που προέκυψε από την πρόσφατη επίσκεψη του ΔΝΤ: η ΑΤΑ. Αμέσως η ΠΕΟ αντέδρασε πως η ίδια δεν ερωτήθηκε από το ΔΝΤ για τις θέσεις της και πως ο διεθνής οργανισμός χαρακτηρίζεται από ιδεολογικά νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά εξ αιτίας των οποίων αντιτάσσεται στους εργαζόμενους. Φυσικά, δουλειά του ΔΝΤ είναι η τεχνοκρατική ανάλυση και όχι η ικανοποίηση αιτημάτων, αλλά αυτό θεωρείται κακό για κάποιο λόγο. Φαίνεται πως ο κυπριακός συνδικαλισμός δεν έχει παρακολουθήσει τις έντονες συζητήσεις εντός του ΔΝΤ σχετικά με τα λάθη στα οποία ο οργανισμός έχει υποπέσει στο παρελθόν, και τα οποία είναι σοβαρότατα. Αν είχε παρακολουθήσει, όμως, θα γνώριζε πως το ΔΝΤ δεν διακατέχεται από «ιδεοληψίες», τουλάχιστον στον βαθμό που διακατέχεται ο ίδιος ο κυπριακός συνδικαλισμός.
Το πιο βασικό ζήτημα, ωστόσο, είναι πως ήρθε ο καιρός να διερωτηθούμε σε ποιόν ανήκει η οικονομία. Σε μια χώρα όπου το 99,8% των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες, και η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι οικογενειακές, ο συνδικαλισμός κάνει λόγο για μεγάλο κεφάλαιο και καταδικάζει τα πενιχρά κέρδη των βιοπαλαιστών αν αυτοί έχουν δικό τους κατάστημα ή μηχανουργείο αντί να είναι υπάλληλοι. Ακόμα, φαίνεται πως έχει έρθει ο καιρός να ωριμάσουμε και να δεχτούμε πως οι διάφοροι φορείς της οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα: Όταν οι επιχειρήσεις έχουν υψηλότερα κέρδη, απασχολούν περισσότερο κόσμο. Και όταν η παραγωγικότητα αυξάνεται, οι εργαζόμενοι αποκτούν ισχυρότερα μέσα για να πιέσουν τους εργοδότες για αυξήσεις και καλύτερους όρους απασχόλησης. Όλοι θα πάμε καλύτερα, ή όλοι θα καταστραφούμε μαζί.
Το μέσο με το οποίο μπορούν να πιεστούν –όπως και πρέπει- οι εργοδότες να λειτουργήσουν με πιο ανθρώπινο τρόπο, δεν μπορεί να είναι η κακή πορεία των επιχειρήσεων. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτό δεν είναι ταξικό, αλλά ηθικό και όσοι μένουν κολλημένοι στις αναλύσεις του Μαρξ ξεχνούν πως αλλιώς ήταν η βικτωριανή οικονομία, και αλλιώς η οικονομία της Κύπρου το 2010.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως ο ταξικός διαχωρισμός είναι ανύπαρκτος. Ωστόσο, η ηγεσία του κυπριακού συνδικαλισμού δείχνει να μάχεται υπέρ των συνθημάτων αντί υπέρ της ουσίας. Και γι αυτό παρατηρείται η περίεργη αντίδραση για την ΑΤΑ. Η λογική θέλει τα συνδικάτα να αγωνίζονται μανιωδώς για την αναθεώρηση του θεσμού, αλλά η πράξη δείχνει το αντίθετο.
Η «αποζημίωση» των υψηλά αμειβομένων ανοίγει την ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Χρηματοδοτεί την άνεση των υψηλών εισοδημάτων με μεγαλύτερες «αποζημιώσεις» σε σχέση με τους φτωχούς. Και αντί θα επιθυμεί ο συνδικαλισμός μεγαλύτερη ανακούφιση για τους χαμηλά αμειβόμενους και μικρότερη για τους υψηλόμισθους, επιμένει πως όλα είναι δίκαια και ωραία. Τα μέλη των συνδικάτων, περιέργως, δεν αντιδρούν αν και αυτοί πληρώνουν, στο τέλος, για την στάση των ηγετών τους.
Η ΑΤΑ είναι τόσο μικρή σήμερα για τους χαμηλόμισθους, που δεν επιτυγχάνει τον στόχο της. Αντίθετα, εμπεδώνει τον πληθωρισμό υπέρ των πλουσίων και συρρικνώνει περεταίρω το πραγματικό εισόδημα των βιοπαλαιστών: Ενώ οι φτωχοί λαμβάνουν ΑΤΑ που δεν λύνει τα οικονομικά τους προβλήματα, οι υψηλόμισθοι πάνε με την ΑΤΑ τους στα καταστήματα πολυτελείας.
Αυτό ήταν και το σημείο που έθιξε πέρσι το ΔΝΤ όταν έκανε λόγο για κοινωνικές αδικίες και αναθεώρηση της ΑΤΑ. Φέτος έκανε μια περαστική αναφορά την οποία μάλλον θα ακολουθήσει εκτενέστερη ανάλυση όταν θα εκδοθεί η πλήρης ανάλυση. Με τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών, θα νόμιζε κανείς πως ενδιαφέρονται περισσότερο για τα πολιτικά τους οφέλη, παρά για το συμφέρον των χαμηλά αμειβόμενων.
Πάνω από όλα, το πιο περίεργο είναι γιατί τα απλά μέλη των συνδικάτων δέχονται αυτή την καταπίεση από τις υψηλόμισθες ηγεσίες τους, οι οποίες επιμένουν κάθε φορά σε μέτρα που πλήττουν τον χαμηλόμισθο, τον εργάτη και τον μικροεπιχειρηματία. Πεδίο μάχης για τους βιοπαλαιστές, υπάρχει, όπως υπάρχει και ταξικός αγώνας για τους «προλετάριους» της Κύπρου. Ο αγώνας αυτός, όμως, πρέπει πρώτα να κερδηθεί κατά των καλοθελητών που ηγούνται των συνδικάτων και ύστερα από τους εργοδότες. Η σχέση «καταπιεστή και καταπιεζόμενου» αφορά πρώτα εκείνους που διατείνονται πως στηρίζουν τον εργαζόμενο, ενώ οι ίδιοι εξασφαλίζουν προνόμια και συντάξεις, κλιματιζόμενες λιμουζίνες και εξοχικά με θέα εις το όνομα των φτωχών.
[…] τα προνόμια των προνομιούχων επικαλούμενος το συμφέρον εκείνων που δεν την έχουν τόσο καλά αλλά τελικά θα την […]
[…] Κι αυτό θα ήταν καλό για όλους. […]