Εντός, εκτός και θεωρίες

Τα Οικονομικά δεν είναι «ιδεολογία» αλλά αναλυτικό εργαλείο

Παρά την έντονη προσπάθεια που γίνεται για να τεθεί το ζήτημα του εταιρικού φόρου και του νέου συντελεστή ακινήτων πάνω σε «ηθική» βάση, στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι απλό και δεν έχει ηθική διάσταση: Για την οικονομία, τους πολίτες (όλους) και τα δημόσια οικονομικά, η αύξηση των φόρων θα έχει περισσότερες θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις; Η οικονομική θεωρία προσφέρει μια σειρά από σχετικά αναλυτικά εργαλεία.

Μπορεί κανείς να κοιτάξει την απόφαση μέσα από τη θεωρία εργασιακών σχέσεων (και ιδίως τα μοντέλα «insider-outsider»). Η σχετική θεωρία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πιέσεις των «εντός» (insiders) έχουν ως μοναδικό σκοπό την αύξηση των ωφελημάτων τους. Μέχρι ενός σημείου, αυτό είναι θετικό και θεμιτό, διότι με την οργάνωση των «εντός» δημιουργούνται αφόρητες πιέσεις – πέρα από τα συνήθη «κόστη συναλλαγής» του εργοδότη – για προστασία των εργαζομένων: Καλύτεροι μισθοί, όροι εργασίας, εργασιακό περιβάλλον, άδειες κ.ο.κ. Πέρα, όμως, από ένα σημείο, αυτές οι πιέσεις αρχίζουν και ξεπερνούν τα πιο πάνω όρια και, αντί να στρέφουν το βλέμμα προς τους εργοδότες για να εξασφαλίσουν πιο δίκαιες συνθήκες, αρχίζουν και στρέφονται κατά όσων είναι «εκτός» της εργασίας. Έτσι, οι «εντός» μετατρέπονται σε ισχυρή μέγγενη καταπίεσης των ανέργων, οι οποίοι επιχειρούν να «μπουν» στη δουλειά. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος της σχετικής θεωρίας καταπιάνεται με την ανάλυση των παραγόντων που ισχυροποιούν τη θέση των «εντός», και των τρόπων με τους οποίους αυτοί στρέφονται προς την «απειλή» των ανέργων ή άλλων «ανταγωνιστών» τους.

Μπορεί πάλι να προτιμήσει κανείς να αναλύσει το ζήτημα μέσα από τις θεωρίες που καταπιάνονται με τη φορολογική πρόσπτωση (tax incidence). Και σε αυτή την περίπτωση η ανάλυση είναι πολύ ενδιαφέρουσα, είτε έχει ως αφετηρία την ανάλυση συγκεκριμένων φόρων («φόροι στα πορτοκάλια») είτε αφορά άλλα είδη επιβάρυνσης του κόστους παραγωγής. Αυτή η θεωρία καταλήγει σε ένα πολύ πιο απλό συμπέρασμα. Η επιβάρυνση θα μετακυλισθεί από τους παραγωγούς σε οποιονδήποτε άλλον «προσφέρεται» να τη σηκώσει. Αυτό γίνεται πιο εύκολα στα προϊόντα που δεν μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα και έχουν υψηλή ελαστικότητα: Αν φορολογήσεις το ψωμί, ο παραγωγός θα μετακυλίσει το βάρος στον αγοραστή, που δεν έχει επιλογές. Αν φορολογήσεις τα πορτοκάλια, τότε ο παραγωγός θα επωμιστεί το βάρος, διότι αν «χρεώσει» τον φόρο στις τιμές του, τότε οι πελάτες του μπορεί να αρχίσουν να αγοράζουν κάτι άλλο, π.χ. μανταρίνια. Αυτά τα παραδείγματα είναι μεν απλοϊκά, όπως τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι, ωστόσο δείχνουν κάτι πολύ απλό: Ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης θα επιβαρύνει όποιον μπορεί για να αποφύγει το βάρος. Συνήθως, αυτοί είναι είτε οι εργαζόμενοι είτε οι καταναλωτές.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί πως εδώ υπάρχει μια ηθική προέκταση, αλλά οποιοσδήποτε θα έκανε το ίδιο. Εξάλλου, και οι εργαζόμενοι που στρέφουν το βλέμμα στους άνεργους «ανταγωνιστές» τους, κάτι παρόμοιο κάνουν. Στο τέλος της ημέρας, αν ένας εργοδότης δεν μπορεί να προσβλέπει στο κέρδος, τότε γιατί να αναλάβει ρίσκα, να λάβει δάνεια και να διακινδυνεύσει την περιουσία του; Και γιατί να απασχολήσει υπαλλήλους; Αν δεν υπήρχε το κίνητρο του κέρδους, τότε ο κάθε εργοδότης θα ήταν υπάλληλος με εγγυημένα έσοδα. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως μια επιχείρηση δεν μπορεί να κάνει μόνο ζημιές, διότι θα κλείσει.

Η συχνά ανήθικη στάση αρκετών εργοδοτών είναι μεν ένα ζήτημα (και μάλιστα σοβαρό), αλλά δεν αποτελεί λόγο για να παρασυρόμαστε και είναι άσχετη με την ανάλυση των επιπτώσεων μιας νέας φορολογίας.

Υπάρχει, όμως, ένα ερώτημα που η θεωρία – λόγω της απλοϊκότητας των μοντέλων – δεν μπορεί πάντοτε να αναλύσει: Τι γίνεται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και ιδίως τις μικρές; Αυτές δεν έχουν κανένα για να σηκώσει το βάρος στη θέση τους, άσχετα με την ελαστικότητα των προϊόντων τους. Στο τέλος, αυτοί είναι οι μόνοι – χωρίς στρατούς συμβούλων, λογιστών, αναλυτών, οικονομολόγων και δικηγόρων – και μόνοι θα σηκώσουν το βάρος.

Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς είναι πως, στο τέλος της ημέρας, είναι φανερό ποιοι θα πληρώσουν για την αύξηση των φόρων: πρώτα οι άνεργοι, μετά οι εργαζόμενοι/υπάλληλοι, τρίτοι οι καταναλωτές και τελευταίοι οι εργοδότες. Γι’ αυτό και επιμένει η στήλη αυτή πως όταν κάποιος έχει κοινωνικές ευαισθησίες, δεν μπορεί να επιθυμεί τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση, αφού επιβαρύνουν τον εργαζόμενο περισσότερο από τον εργοδότη. Εν τω μεταξύ, οι μικρές και μικρομεσαίες (κυρίως οικογενειακές) επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν «ειδικές περιπτώσεις», θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι.

Τα πιο πάνω, φυσικά, δεν αφορούν τη μικρή αύξηση στον εταιρικό φόρο που εισηγείται η κυβέρνηση, την οποία αυτή η στήλη έχει ήδη σχολιάσει. Αντί του συγκεκριμένου, το θέμα που προκύπτει αφορά γενικότερα τη στάση της κυβέρνησης, η οποία αντιμετωπίζει την οικονομία με τη λογική ότι αν βάλει φόρους στις επιχειρήσεις, δεν θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Η χρήση των εργαλείων των Οικονομικών δεν είναι ανάγκη να γίνεται μόνο από εκείνους που «δεν έχουν κοινωνική συνείδηση». Από τη στιγμή που οι απλοϊκές, λαϊκίστικες λύσεις έχουν συνήθως σοβαρές προεκτάσεις (στην προκειμένη, για τους χαμηλά αμειβόμενους), θα έπρεπε οι κοινωνικά ευαίσθητοι να ακολουθούσαν μια πιο σοβαρή ανάλυση από τη λογική του «ρίξε τα στον επιχειρηματία».

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.