Μετά την χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για να σταλεί η πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση του εταιρικού φόρου στο 11% και να αυξηθούν τα τέλη ακίνητης περιουσίας, άρχισε να γίνεται αναπόφευκτο το αρχικό συμπέρασμα για τη διακυβέρνηση του τόπου.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παρουσιάστηκε στο ΡΙΚ για να μιλήσει σχετικά με τις αποφάσεις και, ερωτηθείς, απάντησε πως σε ορισμένα σημεία υπάρχει συμφωνία των κομμάτων της κυβέρνησης, αλλά σε κάποια άλλα πρέπει να διαφανούν οι απόψεις των κομμάτων στη Βουλή.
Αν και η θέση της κυβέρνησης ήταν πάντοτε πως οι συζητήσεις με κόμματα και κοινωνικούς εταίρους είναι συνεχείς και εντατικές, η γενικότερη εικόνα είναι μάλλον η αντίθετη. Κι αυτό, διότι ουδείς γνωρίζει τι σκέφτεται η κυβέρνηση. Μάλιστα, η εντύπωση είναι πως ούτε και η ίδια γνωρίζει. Μετά το αλαλούμ σχετικά με το λεγόμενο «πακέτο εξυγίανσης», όταν παρουσιάστηκαν τα μέτρα, τα οποία έγιναν προθέσεις και στη συνέχεια «σκέψεις δημοσίων υπαλλήλων» με την υπογραφή του Υπουργού Οικονομικών, ακολούθησε και η γνωστή ιστορία με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, που ήταν τελικά έκθεση ιδεών και μόνο. Το επιχείρημα ότι «η Κομισιόν το έχει εγκρίνει» μπορεί να πείσει μόνο τους πιο άσχετους αφού η Κομισιόν δεν «απορρίπτει» τα Προγράμματα Σταθερότητας…
Σήμερα η σύγχυση συνεχίζεται. Χθες η κυβέρνηση αποφάσισε πως επιθυμεί μία «μικρή αύξηση» στους φορολογικούς συντελεστές των ακινήτων. Έτσι, άδειασε και πάλι το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό. Ότι, δηλαδή, δεν είναι λογικό να χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις για την αξία της γης, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, και πως, επομένως, πρέπει να γίνει εκ νέου εκτίμηση της αξίας. Ωστόσο, καμία τέτοια κίνηση δεν έγινε, απλά αποφασίστηκε αύξηση των συντελεστών, καθιστώντας το βασικότερο από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης, άσχετο με τις πράξεις της.
Παρομοίως, αποφασίστηκε και η αύξηση του εταιρικού φόρου στο 11%, μερικές μόνο μέρες μετά που «κατατέθηκε» η σκέψη από το ΑΚΕΛ στην κυβέρνηση. Πότε και πώς έγινε συζήτηση, δεν είναι ξεκάθαρο, αφού πριν από τρεις εργάσιμες ημέρες, το Υπουργείο Οικονομικών, σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, δήλωνε (και είχε δίκαιο) πως δεν επιθυμεί να σχολιάσει κάποιες σκέψεις που κατέθεσε ένα κόμμα.
Το συμπέρασμα ότι το ΑΚΕΛ ασκεί –μόνο του- οικονομική πολιτική, είναι αναπόφευκτο, αλλά αμιγώς πολιτικό. Πώς μπορεί το ΔΗΚΟ να ανέχεται το ρόλο που του ανατέθηκε στην κυβέρνηση, ως δευτεροκλασάτος κομπάρσος, είναι επίσης ένα αμιγώς πολιτικό ερώτημα. Το πιο ουσιαστικό ζήτημα (και είναι ζήτημα και μάλιστα σοβαρό) είναι πώς ασκείται η οικονομική πολιτική στον τόπο.
Πλέον δεν χωρά δικαιολογίες η κατάσταση. Αυτή η στήλη έχει πολλάκις γράψει πως η αβεβαιότητα που προκαλεί η κυβέρνηση στους οικονομικούς φορείς, είναι επιζήμια. Ακόμα πιο επιζήμια, όμως, είναι και η εντύπωση που δίνεται, πως η κυβέρνηση δεν μπορεί πια να χειριστεί την κατάσταση. Παρά τις επίμονες τοποθετήσεις ότι η ανάπτυξη της οικονομίας αποτελεί στόχο της κυβέρνησης, οι κινήσεις που γίνονται είναι επιεικώς ανεπαρκείς και δεν έχουν εξυπηρετήσει σε τίποτα. Πέρα, όμως, από αυτό, η κυβέρνηση δείχνει αμήχανη και αδύναμη να αντιδράσει. Αυτή η εντύπωση προκύπτει από το γεγονός ότι αλλάζει συνεχώς στάση, τροποποιεί συνεχώς τις σκέψεις της, εγκαταλείπει βασικά επιχειρήματα στις προθέσεις της και αποφασίζει μέσα σε μερικές μέρες να υιοθετήσει τις «αρχικές σκέψεις» του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίες υποβλήθηκαν «ως θέμα αρχής».
Η προχειρότητα, η αμηχανία και η εντύπωση που δίνεται –και η οποία έχει πλέον γίνει κεντρικό χαρακτηριστικό της οικονομίας- ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο και πως έχει καταβληθεί από πανικό, αποτελούν ανοικτή πληγή για τις επιχειρήσεις. Με την κάθε ανακοίνωση «μέτρων» κανένας δεν γνωρίζει ποια θα είναι η τελική τους μορφή, αν θα ακολουθήσουν κι άλλα και τι θα αφορούν. Είτε αυτές είναι μεγάλες, είτε μικρές. είτε οικογενειακές της γειτονιάς, δεν ξέρουν τι πρέπει να περιμένουν.
Τελικά την πληρώνει ο απλός πολίτης, του οποίου οι ανάγκες –εν μέσω κρίσης- δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη.