Την περασμένη εβδομάδα, με την αναθεώρηση των στοιχείων του ΑΕΠ από τη Στατιστική Υπηρεσία, η οικονομία βγήκε και επίσημα από την ύφεση. Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, το ΑΕΠ αυξήθηκε για το α΄ τρίμηνο του 2010 κατά 0,1%. Ωστόσο, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι σοβαρή και η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 1,7% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο πέρσι. Από αρμόδια στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών δίνονται αισιόδοξα μηνύματα, αλλά οι ανησυχίες για την οικονομία υφίστανται και είναι έντονες.
Η τελική έκβαση του αγώνα που δίνει η οικονομία για ανόρθωσή της δεν έχει ακόμα κριθεί και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη γενικότερη στάση της κυβέρνησης. Τη στιγμή που στην Ε.Ε. εκτυλίσσεται ένας έντονος διάλογος σχετικά με τον ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία, στην Κύπρο αυτές μετατρέπονται σε επικοινωνιακό στόχο της κυβέρνησης, η οποία δείχνει πως πιστεύει ότι η οικονομική κρίση είναι ένα δημοσιονομικό ζήτημα του οποίου οι λύσεις μπορεί να είναι λογιστικές.
Την περασμένη εβδομάδα ακούστηκαν νέες φωνές για φορολόγηση των επιχειρήσεων που καταγράφουν κέρδη – χωρίς ο νέος φόρος να είναι στοχευμένος και με πρόσχημα τις θυσίες των λεγόμενων «μισθωτών», οι οποίοι καλούνται να εγκαταλείψουν τη μία από τις τρεις αυξήσεις τους. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι κατά πόσον οι επιχειρήσεις καλούνται να χρηματοδοτήσουν (και πάλι) το Δημόσιο. Το άδικο του θέματος, αλλά και η ηθική του προέκταση, αξίζει να συζητηθούν, αλλά δεν ανήκουν στο παρόν άρθρο. Η επίδραση που θα έχει η απόφαση στις μικρές επιχειρήσεις, επίσης αξίζει να συζητηθεί, αν και μπορεί να ελπίζει κανείς πως θα αλλάξει στάση το ΑΚΕΛ και θα εισηγηθεί φορολόγηση μόνο των μεγαλύτερων κερδών και όχι όλων.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό ζήτημα που προκύπτει δεν είναι η ίδια η φορολόγηση αλλά η γενικότερη στάση της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι ταυτίζουν τη σημερινή κρίση με το δημοσιονομικό έλλειμμα, χωρίς να δίνεται σημασία στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Τη στιγμή που η αβεβαιότητα είναι μεγάλη λόγω της οικονομικής συγκυρίας, οι δηλώσεις για φορολόγηση του κέρδους ενισχύουν την αβεβαιότητα και την αμηχανία των επιχειρήσεων. Σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται μόνο το λεγόμενο «μεγάλο κεφάλαιο», αλλά και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν το 99,8% της οικονομίας και τη ραχοκοκκαλιά του λαού.
Ο υπουργός Οικονομικών έχει δηλώσει επανειλημμένα πως η οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό «ζήτημα ψυχολογίας» και δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει πλήρως. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων, οι προβλέψεις τους για το μέλλον, καθίστανται ακόμα πιο πολύπλοκες όταν το ήδη τεταμένο και θολό τοπίο θολώνεται περισσότερο από δηλώσεις: φόροι στα ακίνητα, φόροι στις επιχειρήσεις, πλαφόν στις τιμές, επιθέσεις στις τράπεζες οι οποίες καταγράφουν χαμηλά κέρδη, τα οποία όμως ακούγονται υψηλά στους αμύητους.
Η επιθετικότητα κατά των τραπεζών είναι χαρακτηριστικό του φαινομένου, διότι τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα έχουν μείνει στο απυρόβλητο, τη στιγμή που συμπεριφέρονται – και καταγράφουν κέρδη – με πολύ παρόμοιο τρόπο με τα τραπεζικά ιδρύματα. Η διαφορά είναι καθαρά ψυχολογική, διότι στο παρελθόν (και όχι πια) επιτελούσαν ένα σημαντικό κοινωνικό έργο λόγω της διαφοροποίησής τους από τις τράπεζες. Η διαφοροποίηση αυτή δεν υφίσταται πλέον, εκτός από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση τα αντιμετωπίζει.
Άλλο παράδειγμα είναι η εισήγηση για επιβολή πλαφόν στις τιμές. Αν η Κομισιόν δηλώνει πως κάποιος δικαιούται να επιβάλει πλαφόν, αυτό γίνεται βάσει της Συνθήκης και όχι ως συμβουλή. Αν υπάρχει πρόβλημα τιμών, φταίει ο ανταγωνισμός και το γεγονός ότι αυτός δεν προστατεύεται όπως θα έπρεπε από τους αρμόδιους θεσμούς. Αντί να διορθωθεί το πρόβλημα, όμως, ακούγονται εισηγήσεις για μια εύκολη λύση, που, αντί να τονώσει τη λειτουργία της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή, υπόσχεται μόνο να μειώσει την προσφορά και την ποιότητα.
Γενικότερα, οι δηλώσεις και τοποθετήσεις για τις επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει ένα αίσθημα το οποίο επιδεινώνει τη διάθεση της οικονομίας. Οι συνεχείς δηλώσεις προθέσεων που αναθεωρούνται για μήνες, στρεβλώνουν τις εκτιμήσεις των ιδιωτών και συμπιέζουν την ήδη συμπιεσμένη επένδυση, την επέκταση εργασιών και την υιοθέτηση νέων μεθόδων παραγωγής. Μαζί τους, συρρικνώνεται και η απασχόληση. Το κλίμα αβεβαιότητας ενισχύεται από την επιθετικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι επιχειρηματίες, είτε αυτοί είναι εκατομμυριούχοι είτε μικροί σουβλιτζήδες της γειτονιάς. Η μόνη κίνηση που έγινε για την επιχειρηματικότητα αφορά την εκπόνηση έρευνας για τη μείωση του διοικητικού φόρτου από ιδιωτική εταιρεία. Η εκπόνηση, όμως, ανατέθηκε περίπου 14 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία το όλο πρόγραμμα μείωσης του διοικητικού φόρτου θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τα επίσημα χρονοδιαγράμματα.
Τα μαθήματα των περασμένων κρίσεων δείχνουν πως ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται μέτρα είναι εξίσου σημαντικός με τα ίδια τα μέτρα. Η πιο πειστική κίνηση σήμερα θα ήταν να σταματήσουν αμέσως οι «εισηγήσεις». Να ανακοινωθεί ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων χωρίς περαιτέρω αναθεωρήσεις, το οποίο να πείθει τον ιδιωτικό τομέα πως δεν θα ακολουθήσουν αναθεωρήσεις επί αναθεωρήσεων. Ακόμα και εάν προκύπτουν νέοι φόροι από ένα τέτοιο πακέτο, η βεβαιότητα ότι έχουμε μπροστά μας, επιτέλους, τη συνταγή που θα ακολουθηθεί, θα βοηθήσει την οικονομία να ανασάνει.