
Την ίδια εποχή που ο Χέγκελ αντικαθιστούσε τον Φίχτε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ανέπτυσσε μια μεταφυσική ερμηνεία της πρωτοκαθεδρίας της Πρωσίας στη Γερμανία, οι Πρώσοι αναλάμβαναν να αντικαταστήσουν τους Αυστριακούς ως κυρίαρχοι της Mitteleuropa.
Μια από τις μεγάλες ειρωνείες της γερμανικής ιστορίας – εκτός από το γεγονός ότι ο υπερσυντηρητικός αριστοκράτης Βίσμαρκ έγινε ο πατέρας του κοινωνικού κράτους – είναι και η ιστορία του Zollverein («τελωνειακή ένωση»), που αποτέλεσε την απαρχή της τελικής συνένωσης. Το Zollverein έγινε πραγματικότητα, όχι διότι οι μικροπρίγκιπες της Γερμανίας ήθελαν να συνενωθούν, αλλά ακριβώς διότι ήθελαν να αποφύγουν αυτή τη συνένωση.
Εξέλαβαν ορθά την κίνηση αυτή ως μια προσπάθεια «πρωσοποίησής» τους – και όχι «συνένωσης» – και ως απώλεια της κυριαρχίας που απολάμβαναν από τη συνθήκη της Βεστφαλίας και μετά. Ωστόσο, με την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης μικροβιομηχάνων και εμπόρων, φοβήθηκαν πως θα υπήρχαν αντιδράσεις ανάμεσα στους αστούς αν συνεχιζόταν η πολιτική του προστατευτισμού, με την οποία υπέβαλλαν το εμπόριο σε δαιδαλώδεις διαδικασίες και δασμούς που το καθιστούσαν ασύμφορο.
Έτσι, δέχτηκαν να καταργήσουν τους δασμούς, όχι για να αρχίσει η πορεία συνένωσης της Γερμανίας, αλλά για να αποφευχθεί ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο και να ικανοποιηθεί η νεοσύστατη τάξη των καπιταλιστών.
Ωστόσο, ό,τι κι αν έκαναν οι ηγέτες των πριγκιπάτων, ο Χέγκελ θα δικαιωνόταν: Όταν μπει η ιστορία σε μια πορεία, η κάθε προσπάθεια πλήρους αντίστασης είναι μάταια. Ο κόσμος τους άλλαζε και είτε θα παρακολουθούσαν αυτή την αλλαγή και θα λάμβαναν μέρος στη διαμόρφωση του μέλλοντος, είτε θα απέρριπταν αυτή την πορεία και θα κατέληγαν ως υποτελείς επαρχίες ενός μεγαλύτερου κράτους.
Μάλιστα, το γεγονός ότι η Αυστρία δεν συμμετείχε στο Zollverein, ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους που έχασε την ευκαιρία να αποτελέσει βασικό παράγοντα στη δημιουργία της νέας υπερδύναμης. Προσπαθώντας να αγνοήσει την επερχόμενη καταιγίδα, κατέστη μια όχι και τόσο «γερμανική» χώρα Γερμανών, μέχρι την προσάρτησή της τον 20ό αιώνα με το Anschluss του Χίτλερ.
Στο τέλος, τα κρατίδια της Γερμανίας κατέληξαν να πολεμούν και να χάνουν, σχεδόν όλα, στο πλευρό της Αυστρίας και εναντίον των Πρώσων το 1866, καθιστώντας ουσιαστικά την πρωσοποίηση της Γερμανίας ένα γεγονός που απλώς θα γινόταν και επίσημο μετά από τέσσερα χρόνια.
Το μάθημα που προκύπτει από το Zollverein, είναι πως όσοι αρνούνται να αντιληφθούν την πορεία της ιστορίας και επιχειρούν να την ανατρέψουν, αντί να γίνουν μέτοχοι και συνδιαμορφωτές της, στο τέλος γίνονται – απλώς – θύματά της. Στην Κύπρο, το μάθημα αυτό φαίνεται να πηγαίνει χαμένο.
Στα μέσα μιας οικονομικής κρίσης, η οποία φέρνει στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες των δημοσίων οικονομικών και της ίδιας της οικονομίας, η κυπριακή κυβέρνηση επιχειρεί να αντισταθεί στο αναπόφευκτο. Οι Κασσάνδρες στην Κύπρο – όπως και στην Τροία – δικαιώθηκαν.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι το πιο σημαντικό σημείο. Η κρίση δεν είναι, από μόνη της, το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι κρίσεις έρχονται και παρέρχονται. Αντίθετα, τα προβλήματα της οικονομίας καθίστανται όλο και πιο βαθιά και η σχέση τους με την κρίση είναι μεν ισχυρή, αλλά έμμεση. Η παραγωγικότητα συνεχίζει να υποχωρεί σε σχέση με τις τιμές και η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας ολοένα και διαβρώνεται. Οι τομείς της οικονομίας που υπόσχονται να έχουν μέλλον θεωρούνται δευτερεύοντες και η προσοχή μας εστιάζεται στην αναβίωση των τομέων της φούσκας, όπως τα ακίνητα ή ο φτηνός τουρισμός χαμηλής ποιότητας.
Εν τω μεταξύ, η οικονομία του μέλλοντος – και αυτό γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο – βασίζεται, πλέον, στη γνώση. Η ισχύς των υπερδυνάμεων μεταφέρθηκε από τα πεδία της μάχης στη γη και απ’ εκεί στο κεφάλαιο. Σήμερα, όμως, ακόμα και το κεφάλαιο αντικαθίσταται από τη γνώση και την καινοτομία. Το Μπαγκαλόρε και η Σίλικον Βάλεϊ έκαναν ήδη τη ζημιά στο Ντιτρόιτ και στην κοιλάδα του Ρουρ, αφού η παραγωγή πληροφοριών και γνώσης είναι πλέον το κλειδί της οικονομίας.
Η Κύπρος δεν έχει παρακολουθήσει τις αλλαγές αυτές. Οι μοναδικές υπηρεσίες που έχουν αναπτυχθεί, είναι τέτοιας φύσεως που μας βάζουν στις μαύρες λίστες του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.
Όπως τους πρίγκιπες της Γερμανίας, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει το παραμικρό για να μπει η Κύπρος στο κόλπο του μέλλοντος. Αντίθετα, επιχειρεί να αγνοήσει το αναπόφευκτο, αντί να γίνει διαμορφωτής του. Περιορίζεται σε λογιστικές πράξεις και στην απαραίτητη, αλλά ανεπαρκή, μείωση κάποιων σπαταλών. Ωστόσο, δομικές αλλαγές δεν έχουν γίνει καθόλου.
Η στήριξη της πράσινης οικονομίας έχει παγώσει. Στον τουρισμό έχουν ριχθεί κάποια λεφτά, αλλά δεν δίνονται κίνητρα, ενώ τα προγράμματα αναβάθμισης του προϊόντος έμειναν στα λόγια. Οι επιχειρηματίες θεωρούνται «οι κακοί» της κρίσης, ενώ το Δημόσιο (και το Υπουργικό) παίρνει μπόνους και επιδόματα. Ουσιαστικές κινήσεις για συνδυασμό των κέντρων παραγωγής γνώσης με τις επιχειρήσεις δεν γίνονται.
Φυσικά, κάποια μέτρα για την κρίση επιτέλους λαμβάνονται, έστω και καθυστερημένα. Ωστόσο, ενώ η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει την πορεία της, και η ιστορία τον ρουν της, κάποιοι κάνουν πως δεν βλέπουν λόγω προφανών ιδεοληψιών. Και αν επιτέλους είδαμε ένα δείγμα διάθεσης για «μέτρα», ούτε μία μεταρρύθμιση δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα. Με το πιστόλι στον κρόταφο, παίζουμε την ίδια (π)ρωσική ρουλέτα που έπαιξαν – και έχασαν – και οι πρίγκιπες της Γερμανίας.