
Ο λόγος για τον οποίο το ΔΝΤ προκαλεί τέτοιες αντιδράσεις, είναι διττός: Πρώτον, μέσα από την «αρχή των προϋποθέσεων» (conditionality), το Ταμείο ουσιαστικά αποκτά πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της χώρας που διασώζει. Επιβάλλει τι νόμους θα ψηφίσει η χώρα. Διατάσσει τι επιδόματα θα κοπούν και ποιοι να χάσουν κεκτημένα ή ακόμα και τη δουλειά τους. Το ΔΝΤ παραδίδει τα χρήματα της διάσωσης σε δόσεις, κάθε φορά επιβάλλοντας όρους για την επόμενη. Η υπό διάσωση χώρα παραδίδει, έτσι, ένα ουσιαστικό μέρος της κυριαρχίας της σε έναν διεθνή οργανισμό, η λειτουργία του οποίου δεν διέπεται από δημοκρατικές αρχές.
Το 2001, στην Τουρκία, το ΔΝΤ ουσιαστικά επέβαλε ακόμα και τον διορισμό ενός «δικού του ανθρώπου», του Κεμάλ Ντερβίς, στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας. Εάν η τουρκική οικονομία διασώθηκε το 2001 και εάν σήμερα ακολουθεί μια σταθερή πορεία, ο κ. Ντερβίς πιστώνεται ένα σημαντικό μέρος της επιτυχίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως το ΔΝΤ εμφανίζεται σε μια χώρα όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο και η πτώχευση είναι επικείμενη. Όταν οι μισθοί μειώνονται και η ανεργία θερίζει, ενώ επικρατεί ο φόβος και η αβεβαιότητα. Ως ο τελευταίος ιατρός πριν την ύστατη πνοή του ασθενούς, αναγκαστικά χορηγεί πολύ πικρή αγωγή.
Φυσικά, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα – της οποίας λόγος ύπαρξης είναι η μείωση της φτώχειας – έχουν διαπράξει σοβαρά λάθη. Έχοντας μπροστά τους τα προβλήματα του προστατευτισμού, των περιορισμών του εμπορίου και των αβάσταχτων γραφειοκρατικών διαδικασιών, υιοθέτησαν την επιδερμίδα των συμπερασμάτων της λεγόμενης Σχολής της Βιέννης και πίεσαν για την πλήρη απορρύθμιση των αγορών. Όπως, λένε οι Αμερικάνοι, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα «πέταξαν το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου».
Σήμερα, όμως, η λεγόμενη «συναίνεση της Ουάσινγκτον», όπως ονομάστηκε η συγκεκριμένη πολιτική, είναι νεκρή.
Η «πολιτική της πλήρους απορρύθμισης» δεν ακολουθείται από κανένα σημαντικό παίκτη της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και τα κόμματα των (νεο)φιλελευθέρων σε Αμερική και Ευρώπη έχουν μετριάσει αυτή τη θέση. Αντίθετα, το κυρίως ρεύμα των πολιτικών ιδεών στην Ευρώπη προωθεί την απελευθέρωση της οικονομίας με βάση νέους θεσμούς που να επιβλέπουν και να εποπτεύουν: Ενώ δεν πιστεύει στον παρεμβατισμό, προωθεί την παρέμβαση. Οι θεσμικές αλλαγές που βίωσε η Κύπρος στα πλαίσια της εναρμόνισης αποτελούν κλασικό παράδειγμα. Και αν οι θεσμοί δεν λειτουργούν σωστά, γι’ αυτό δεν ευθύνεται η αρχιτεκτονική δομή των θεσμών, αλλά άλλες αιτίες που δεν είναι της ώρας.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις κατά του ΔΝΤ εξακολουθούν να υφίστανται και οι μολότοφ, όπως εκείνες της οδού Σταδίου, συνεχίζουν να ρίχνονται, σε μια εικόνα που δυστυχώς δεν είναι καθόλου καινούργια. Αξίζει, όμως, να θυμάται κανείς πως, στην περίπτωση της Ελλάδας, κανένας δεν υποχρέωσε τη χώρα να μπει σε έναν κύκλο διαφθοράς, σπατάλης και κομματοκρατίας. Η Ελλάδα δεν δανείστηκε με το πιστόλι στον κρόταφο. Δανείστηκε – η μια κυβέρνηση μετά την άλλη – με την ελπίδα πως κάποιος άλλος κάποτε θα βρει τρόπο να πληρώσει για τα αστρονομικά επιδόματα, τις μίζες και τη διαπλοκή. Το γεγονός ότι σήμερα η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει τα δάνειά της, σημαίνει απλούστατα πως πρέπει να θερίσει ό,τι έσπειρε.
Ο καπιταλισμός λειτούργησε για κάποιους, αλλά άφησε κάποιους άλλους πίσω. Ανάμεσα σε αυτούς που χάνουν – είτε πρόκειται για ολόκληρα κράτη και έθνη, είτε πρόκειται για κοινωνικά στρώματα μέσα σε εύπορες κοινωνίες – παρατηρείται ένας κοινός παρονομαστής: Όλοι έχουν κυβερνηθεί από ηγέτες που απέτυχαν στον βασικότερό τους ρόλο. Οι ηγέτες τους δεν έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τον λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις και την κουμπαροκρατία (crony capitalism) που κατέστρεψε τόσες χώρες. Και, αντί να οδηγήσουν τις χώρες τους στην πρόοδο, τις οδήγησαν στον κλοιό των «κεκτημένων», των προνομίων και της καλοπέρασης των λίγων.
Ο γνωστός οικονομολόγος Χερνάντο ντε Σότο έχει επιχειρηματολογήσει πολύ πειστικά πως ο καπιταλισμός απέτυχε όπου απέτυχαν οι θεσμοί του (όπως τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και η εποπτεία). Με αυτή την αποτυχία, αποκλείονται πολλοί πολίτες από την αγορά και από την πρόσβαση σε ίσες ευκαιρίες. Ο κ. ντε Σότο, στην ουσία, εξήγησε πως, όταν οι πολιτικοί σπάνε τα δάχτυλα του «αόρατου χεριού», δεν μπορούν να απαιτήσουν πως αυτό θα λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Στην πρόσφατη ιστορία των κρίσεων, οι μόνες χώρες που κατάφεραν να γλυτώσουν τους πολίτες τους από τη μιζέρια, είναι εκείνες που κινήθηκαν με τόλμη και αποφασιστικότητα σε ουσιαστικές (όχι επιδερμικές), μόνιμες και βαθιές μεταρρυθμίσεις. Τα παραδείγματα της Κορέας και της Βραζιλίας είναι χαρακτηριστικά. Το ΔΝΤ, δυστυχώς, αποτελεί καταλύτη για τη διαδικασία, και όταν μια χώρα το χρειάζεται, αυτό δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας, αλλά της κατάντιας της ίδιας της χώρας.
Οι «σκληροί» μεταρρυθμιστές, όπως ο Κεμάλ Ντερβίς, που ακολούθησαν μια συνταγή παρόμοια με εκείνη του Χερνάντο ντε Σότο, έκαναν ό,τι μπορούσαν, χορηγώντας ένα πολύ πικρό φάρμακο στον ασθενή. Αλλά τον έσωσαν, κι αυτό ας το προσέξουμε.