Στιγμές παρόμοιες με εκείνες που περνά η Ελλάδα, έζησαν στη μεταπολεμική εποχή πολλές χώρες: η Βολιβία το 1985, η Χιλή το 1990, το Μεξικό το 1982 και το 1994, σχεδόν ολόκληρη η νοτιοανατολική Ασία το 1997, η Αργεντινή πολλές φορές πριν τη μεγάλη κρίση του 2002.
Η οικονομική κρίση διέλυσε ολόκληρες κοινωνίες. «Σε τέτοιες καταστάσεις, όλα καταρρέουν. Η οικονομία καταρρέει. Οι επιχειρήσεις καταρρέουν. Και στη δίκη μας περίπτωση, ο κοινωνικός ιστός κατέρρευσε, επίσης», δήλωσε πριν μερικά χρόνια ο Lee Kwan Yew, πρώην πρώτος υπουργός της Ινδονησίας, της οποίας οι δρόμοι έγιναν πεδία μάχης το 1997.
Σε κάθε περίπτωση, οι εικόνες είναι οι ίδιες: φλεγόμενα κτήρια, βανδαλισμοί, αστυνομία στους δρόμους. Πλήρες χάος και βία. Αποσύνθεση της κοινωνίας. Όσοι πιστεύουν πως η οικονομική και η κοινωνική πολιτική κινούνται σε διαφορετικές σφαίρες, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν αυτές τις χώρες, αλλά και την Ελλάδα σήμερα.
Κάθε φορά, οι οικονομολόγοι αναλύουν τα βασικά αίτια. Κάποτε, όπως στη νοτιοανατολική Ασία, τα αίτια είχαν να κάνουν με την εξάρτηση σε βραχυπρόθεσμες ρευστές ξένες επενδύσεις που δημιούργησαν φούσκα, σε συνδυασμό και με την ελλιπή εποπτεία των τραπεζών. Στη Λατινική Αμερική, οι αιτίες είχαν να κάνουν με το δημόσιο χρέος και την ατυχή επικράτηση της θεωρίας «dependencia». Στη Βολιβία, ο υπερπληθωρισμός σχετιζόταν με την αδυναμία του κράτους να εισπράξει φόρους και να αποφύγει τον πειρασμό της συνεχούς εκτύπωσης χρήματος.
Αυτά, ωστόσο, ήταν πάντοτε δευτερογενή αίτια. Πίσω από τις οικονομοτεχνικές αναλύσεις, οι ρίζες του κακού κατέληγαν πάντοτε στο ίδιο σημείο: παράλυση της πολιτικής ελίτ μπροστά σε μια σειρά από πραγματικά και άμεσα προβλήματα, και έλλειψη τόλμης στο να ληφθούν «αντιλαϊκά» μέτρα, την οποία τελικά πλήρωνε πρώτα ο λαός και μετά οι πολιτικοί.
Η Κύπρος ας το προσέξει αυτό καλά.
Στη Βολιβία, στα μέσα της «χαμένης δεκαετίας» της Λατινικής Αμερικής, ο πληθωρισμός αυξανόταν κατά 1% κάθε δέκα λεπτά. Απελπισμένη, η αντιπολίτευση στράφηκε στον νεαρό τότε Jeffrey Sachs για ιδέες πώς να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο Gonzalo Sanchez de Losada, μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, ρώτησε τον κ. Sachs για τις σκέψεις του και, ακούγοντας τις σκληρές του συνταγές, απάντησε: «Όχι, καθηγητή μου, δεν καταλάβατε καθόλου το πρόβλημα. Πρέπει να κάνουμε πολύ πιο βαθιές τομές από αυτές που εισηγείστε, αυτά δεν αρκούν».
Ο κ. Losada αργότερα εξήγησε πως η οικονομική κρίση και το γιγαντιαίο δημόσιο χρέος είναι σαν μια τίγρη: Έχεις μία μόνο σφαίρα, κι αν δεν τη σκοτώσεις αμέσως, θα σε φάει. Η ιστορία της Βολιβίας, που αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας προσέγγισης σε ολόκληρο τον κόσμο, άρχισε με τους παθόντες να απαιτούν σκληρότερα μέτρα από εκείνα που εισηγήθηκαν οι ξένοι. Το κόμμα του κ. Losada κέρδισε τις εκλογές, ο ίδιος διορίστηκε υπουργός Προγραμματισμού και υιοθέτησε τα απαραίτητα μέτρα. Έσωσε τη χώρα του.
Φυσικά, το πώς κάνεις κάτι είναι εξίσου σημαντικό με το αν θα το κάνεις και ο κ. Losada το έκανε με προσοχή, μαζί με ειδικούς και ακούγοντας – στα κρυφά, στο σπίτι του – πολλές πολιτικές απόψεις και αναλύσεις.
Η Βολιβία σόκαρε τους πάντες, αφού όλοι μέχρι τότε πίστευαν πως τέτοια σκληρά «αντιλαϊκά» μέτρα μπορούσαν να υιοθετηθούν μόνο από δικτατορικά καθεστώτα. Για πρώτη φορά, αυτή η πολιτική ακολουθήθηκε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και είναι φανερό πως ο ρόλος της αντιπολίτευσης ήταν κεντρικός στην επιτυχία του στοιχήματος του κ. Losada.
Τα αντιλαϊκά μέτρα έσωσαν τον λαό.
Η πολιτική και πάλι απογοήτευσε στην Ελλάδα. Από τη μια, η Αριστερά δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει επιλογή – έστω και προβληματική – για τους ψηφοφόρους, διότι δεν έχει πολιτικές προτάσεις πέρα από την απόρριψη. Ακόμα, δημιούργησε το πολιτικό εκείνο κενό που τελικά το γεμίζει η βία. Έτσι, τα πάντα εξαρτώνται από το «πολιτικό κατεστημένο» της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο η Αριστερά απορρίπτει.
Η αξιωματική αντιπολίτευση επίσης απογοήτευσε, αφού προτίμησε να αφήσει την «τίγρη» του χρέους ελεύθερη παρά να την σκοτώσει μια κυβέρνηση που δεν είναι δική της. Ανεξάρτητα από τους εσωκομματικούς της λόγους και την προφανή της διάθεση να κάνει «ηρωική έξοδο» από τη Νέα Δημοκρατία, η Ντόρα Μπακογιάννη, μόνη, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ύψωσε ανάστημα και έσωσε την αξιοπρέπειά της. Την ίδια στιγμή που έχανε την ιδιότητά της ως μέλος της Νέας Δημοκρατίας, τρία μέλη του ΠΑΣΟΚ έχαναν τη δική τους για τον αντίθετο λόγο. Άφησαν μία – δυστυχώς – ιστορική στιγμή να περάσει κι έμειναν κλειδωμένοι στη λογική ότι φταίει ο γιατρός (ΔΝΤ και Ε.Ε.) και όχι ο επίδοξος αυτόχειρας (Ελλάδα).
Τα μέτρα θα είναι σκληρά, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αν είναι εξαιρετικά πιθανή η χρεοκοπία ακόμα και με τα μέτρα, αξίζει να θυμόμαστε πως χωρίς αυτά είναι βέβαιη. Η Ελλάδα δεν χρωστά διότι την ανάγκασαν οι αγορές να δανειστεί. Χρωστά διότι η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η σπατάλη έγιναν κεντρικά γρανάζια του συστήματος. Για αυτό το γεγονός, ευθύνη φέρουν όλοι οι πρώην, νυν και νυν και αεί πολιτικοί. Σήμερα άλλοι διασώζονται και εμπνέουν σεβασμό και άλλοι χάνονται στη μετριότητα της ατολμίας τους, με τον πρωθυπουργό να δείχνει πυγμή και να δίνει την ελπίδα πως μπορεί – ίσως – να γίνει ένας Losada για την Ελλάδα.