Μετά τη δολοφονία του Αλέξη τον Δεκέμβριο του 2008, η Ελλάδα έζησε λεηλασίες και ταραχές. Δόθηκαν τότε πολλές δικαιολογίες, αφού οι νέοι ήταν, όπως λέχθηκε, αγανακτισμένοι με την έλλειψη προοπτικής, με τη διαφθορά που δεν τους επιτρέπει να ονειρευτούν και με την οικονομική κατάσταση της «γενιάς των επτακοσίων».
Όλοι καταδίκασαν τις ταραχές και τις λεηλασίες, αλλά ουδέποτε ειπώθηκε σταράτα η αλήθεια. Πάνω στη μνήμη ενός παιδιού που χάθηκε χωρίς λόγο, χόρεψαν για την πλάκα τους νέοι χωρίς αύριο.
Λες και αυτά τα παιδιά δεν έχουν γονείς που εργάζονται στα καταστήματα, στις τράπεζες, στα κέντρα εξυπηρέτησης. Οι γονείς τους, που δούλευαν σε χώρους όπως το υποκατάστημα της Μαρφίν Εγνατία, αγωνίζονταν να βγάλουν κάποια άκρη με τους δικούς τους μικρομισθούς για να αγοράσουν στα πουλάκια τους κάτι γυαλιά Ray Ban που τελικά το αγγελούδι τους τα έπιασε σπάζοντας την βιτρίνα. Το πρόβλημα δεν ήταν η οικονομία. Το πρόβλημα ήταν πάντα κοινωνικό.
Χτες, έγινε μια παρόμοια πράξη, αυτή τη φορά με τρεις νεκρούς.
Αμέσως στη Βουλή έσπευσαν τα κόμματα για να τοποθετηθούν. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας μίλησε σαφώς για τη δολοφονία και παρέμεινε απλός και σταθερός. Ο Αντώνης Σαμαράς εκφράστηκε σεμνά και τόνισε ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχει χώρος για τέτοια βία.
Αλλά οι άλλοι;
Από την πλευρά της Αριστεράς απλά επαναλήφτηκε το ίδιο ποίημα για το «σύστημα», τους εργαζόμενους και τον εργασιακό μεσαίωνα (δηλαδή, μήπως, προκαπιταλιστικό φεουδαρχισμό, τι ακριβώς;). Το ΚΚΕ αναφέρθηκε στη μάχη κατά των εργατών. Ο ΣΥΡΙΖΑ είπε πως «τέτοιες επιθέσεις» από άγνωστους «χ» τρίτους, πρέπει να τις περιμένει ο λαός. Και οι δύο αναφέρθηκαν σε προβοκάτσια. Η μεγαλύτερη, ίσως, απογοήτευση, ήταν αυτός ο «νεαρός» νέος ηγέτης της Αριστεράς που υποσχέθηκε ανανέωση αλλά έμεινε στην εποχή των προβοκατσιών και του Μέττερνιχ.
Τη βία, κύριοι, την άσκησε ο λαός και όχι προβοκάτορες. Και πήρε τέσσερις ζωές -η μία αγέννητη- με μολότοφ, όπως αρέσκονται κάποιοι γνωστοί άγνωστοι γνωστών πεποιθήσεων. Ακόμα, η άμεση προσπάθεια της Ελλαδικής Αριστεράς να τα ρίξει αλλού, δείχνει απλά την αμηχανία της.
Φυσικά, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν ποτέ άδικο πως το «κατεστημένο» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ αποδείχτηκε ανεπαρκές. Δεν διαχειρίστηκε την πατρίδα σωστά. Επέτρεψε στο ρουσφέτι να γίνει αυτονόητο και ενδημικό μέρος της καθημερινότητας. Περιόρισε την αξιοκρατία και ενίσχυσε την σπατάλη. Έφερε την χώρα στην «χώρα της απόγνωσης». Όσοι περνάνε εκεί, λέει το άσμα, «παθαίνουν αμνησία». Και η Αριστερά ζητούσε επανειλημμένα από το λαό να εγκαταλείψει τις μπανάλ επιλογές και να δώσει στην χώρα μια νέα πνοή μέσα από μια νέα επιλογή.
Αλλά ουδέποτε αποτέλεσε ουσιαστική επιλογή.
Σε αντίθεση με την Αριστερά της Κύπρου, που πάντοτε ήταν μέρος του κυρίως ρεύματος και αποτέλεσε πραγματική επιλογή για τους ψηφοφόρους, που έλαβε ενεργό μέρος στη διαμόρφωση πολιτικής και που σήμερα κυβερνά, στην Ελλάδα η Αριστερά ζει ακόμα σε μια ιδεολογική χρεοκοπία.
Ως μηχανισμός διαμαρτυρίας είναι χρήσιμη, όπως είναι χρήσιμη και ως μέσο ενίσχυσης νεανικών ανησυχιών. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο. Από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να δώσει λύσεις μέσα από τους θεσμούς της δημοκρατίας, και από τη στιγμή που δεν έδωσε το μήνυμα ότι ένα ελεύθερο, δημοκρατικό πολίτευμα εμπεριέχει μηχανισμούς διαφωνίας και αλλαγής, ξεκαθάρισε πως δεν πιστεύει στην πολιτική λύση. Κι αυτό διότι η ίδια η Αριστερά δεν αποτέλεσε ποτέ μέσο αλλαγής πολιτικής ή επηρεασμού του «συστήματος» εκ των έσω: ως πολιτικός μηχανισμός, δεν ήταν ποτέ βιώσιμη επιλογή, αλλά ένα περιθωριακό κίνημα που προσβλέπει σε «επανάσταση».Έτσι, η δημοκρατία δεν εμπεδώθηκε στα μυαλά εκείνων των νέων που απαξιούν το κατεστημένο και ψάχνουν για ένα όχημα αλλαγής. Οι δίκαιές τους διαμαρτυρίες εκφράζονταν λεκτικά από την Ελλαδική Αριστερά, αλλά πολιτικές απτές και ουσιαστικές πολιτικές λύσεις δεν ήταν ποτέ στην ατζέντα της. Για τους νέους που η κοινωνία περιθωριοποίησε και τα κόμματα απογοήτευσαν, έμεινε ένα μόνο μέσο επηρεασμού του κατεστημένου: Λάδι, βενζίνη και στουπί.
ΥΓ: Πολύ σχετικό με το αίσθημα που αφήνει η Ελλάδα σε όσους την πονούν, είναι το άσμα της εφηβείας μας, του συγκροτήματος «Τρύπες», με τίτλο «Αμνησία». Μπορούσε σήμερα να αλλάξει ο τίτλος σε «Ελλάδα», ή ακόμα σε «Μολότοφ Εγνατία»…
Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω,
δεν προχωράω πίσω ή μπροστά
κι όλα αυτά που θέλω ν’ αγαπάω
δε μ’ ανατριχιάζουν πια.
Γύρω μου οι σκιές έχουν παγώσει
κι έχω μείνει με το χέρι απλωμένο
τι ήθελα να κάνω έχω ξεχάσει
θα περιμένω, ώσπου να θυμηθώ…
Λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης
με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία
όσοι περνούν τη χώρα της απόγνωσης
παθαίνουν αμνησία.
Δεν απορώ ούτε καταλαβαίνω
πώς συνεχίζω να υπάρχω μ’ όλα αυτά
θέλω να βγω από’ δω μέσα κι όμως μένω
σε μια ομίχλη που ναρκώνει την καρδιά.
Γύρω μου το τζάμι έχει σπάσει κι έχω μείνει με το βλέμμα καρφωμένο
τι ήθελα να δω έχω ξεχάσει
θα περιμένω, ώσπου να θυμηθώ, θα περιμένω…