Έχει γίνει ιερό μάντρα των πολιτικών η φράση «η ψυχολογία είναι η βάση της οικονομίας». Ακούμε πολύ συχνά πως η ψυχολογία της αγοράς πρέπει να στηριχθεί με στόχο να τονωθεί η κατανάλωση και οι επενδύσεις. Μάλιστα, με δηλώσεις της, πολύ συχνά η κυβέρνηση αποδίδει στην αντιπολίτευση τη μείωση της κατανάλωσης στην Κύπρο, αφού πιστεύει πως η αντιπολίτευση έχει φοβίσει τους καταναλωτές με τις συνεχείς της αναφορές στην οικονομική κρίση.
Η στάση αυτή της κυβέρνησης δεν είναι χωρίς λογική. Ο οριακός επενδυτής ή καταναλωτής πολύ πιθανόν να επηρεαστεί από τις αναφορές σε οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να προτιμήσει, για παν ενδεχόμενο, να αποταμιεύσει αντί να δαπανήσει. Πολλές από τις μετρήσεις των τελευταίων μηνών έχουν δείξει πως οι Κύπριοι καταναλωτές αναβάλλουν προσωρινά τις αγορές διαρκών αγαθών με στόχο να διατηρήσουν στα νοικοκυριά τους κάποιο οικονομικό απόθεμα σε περίπτωση που επηρεαστούν από «την κρίση». Το φόβητρο της ανεργίας σίγουρα λειτουργεί προς την ίδια κατεύθυνση.
Έτσι, πολλοί συμπεραίνουν πως, όσο λιγότερο ανησυχούν οι καταναλωτές, τόσο περισσότερο δαπανούν, τονώνοντας έτσι την οικονομία με πολλαπλά, κεϋνσιανά οφέλη.
Η αντίληψη αυτή δεν αποτελεί «κυπριακό» φαινόμενο. Στις ΗΠΑ, το κυρίως ρεύμα των αναλυτών θεωρεί «εθνικό καθήκον» των πολιτών να δαπανούν – ιδίως σε προϊόντα που παράγονται εντός της χώρας – από τότε που ο Ρίγκαν ανασχημάτισε τη λογική της πολιτικής οικονομίας.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πτυχή αυτής της λογικής. Οι κυβερνώντες, εγκλωβισμένοι στην ιδέα ότι η ψυχολογία είναι το παν στην οικονομία, επιμένουν να παρουσιάζουν στοιχεία που ωραιοποιούν την πραγματική εικόνα. Ο Μπαράκ Ομπάμα, για παράδειγμα, επιμένει πως το ΑΕΠ των ΗΠΑ έχει μπει σε θετικούς ρυθμούς και ότι η χώρα βγαίνει από την κρίση. Γνωρίζει, ωστόσο, όπως γνωρίζουν όλοι οι αναλυτές, πως το ΑΕΠ είναι στρεβλωμένο για μια σειρά από τεχνικούς και στατιστικούς λόγους και πως η ανεργία θα συνεχίσει να σημειώνει ανοδικές τάσεις. Παρομοίως, Ευρωπαίοι ηγέτες δίνουν μηνύματα ανάκαμψης, αν και γνωρίζουν πως η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα εντός της γκρίζας εκείνης ζώνης στην οποία η ανάκαμψη είναι ένα ενδεχόμενο και μόνο.
Στην Κύπρο, η κυβέρνηση επιμένει να ακολουθεί την ίδια πολιτική: Μέχρι την τελευταία στιγμή πριν την επίσημη ανακοίνωση του ελλείμματος του 2009 και ενώ είχαν ολοκληρωθεί οι εσωτερικές αναλύσεις και μετρήσεις του κράτους, δήλωναν πως το έλλειμμα ενδέχεται να περιοριστεί «κοντά στο 3%», δηλαδή στο μισό του πραγματικού. Ακόμα, γίνονται συνεχείς συγκρίσεις με άλλες χώρες, που μάλλον ως παραπλανητικές μπορούν να κριθούν.
Η πολιτική αυτή είναι προβληματική για τρεις λόγους. Πρώτο, οι κυβερνήσεις – και το γνωρίζουν εκ των προτέρων – συνεχώς διαψεύδονται από τα επίσημα στοιχεία. Όταν αυτό συμβεί επανειλημμένα, η αγορά αρχίζει να δημιουργεί την εντύπωση πως δεν υπάρχει κανένας στο πηδάλιο. Οι αγορές προτιμούν να βρίσκονται σε ένα καράβι που έχει ικανό καπετάνιο και περνά μέσα από μια τρικυμία, παρά να βρίσκονται σε ένα καράβι χωρίς κανέναν στο πηδάλιο, που πλέει σε ήρεμα νερά. Τελικά, η εντύπωση που δίνεται είναι ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός, πως δεν υπάρχει κανένας στο πηδάλιο, ενώ μπαίνουμε σε τρικυμία. Το πλήγμα που δέχεται η αξιοπιστία των κυβερνήσεων είναι σοβαρό και, πέρα από τους καταναλωτές, σοβαρό είναι και το πλήγμα για τους επενδυτές – ντόπιους και ξένους – που ανησυχούν πως η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιδράσει. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό: Ενώ άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν χειρότερους δείκτες, οι αγορές «επιτίθενται» στην Ελλάδα, προβλέποντας (και προκαλώντας) πιέσεις για πτώχευση. Ο λόγος είναι πως, πλέον, η αξιοπιστία των μέτρων και κινήσεων της ελληνικής πολιτείας έχει χαθεί πλήρως, μετά από χρόνια αδυναμίας και προφανούς αβουλίας να αντιδράσει. Μάλιστα, η μόνη στιγμή που το spread σημείωσε κάμψη, ήταν η ημέρα που η κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε σαφή και εκτενή μέτρα για την οικονομία.
Δεύτερο πρόβλημα είναι πως η λογική αυτή επικεντρώνεται στα νοικοκυριά που λειτουργούν ως καταναλωτές. Μπορεί τα «κακά νέα» για τα νοικοκυριά να ασκούν πιέσεις υπέρ της αποταμίευσης και να μειώνουν την κατανάλωση, αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει με τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν δική τους άποψη και δική τους εικόνα για την πορεία της οικονομίας.
Το τρίτο σημείο, όμως, είναι και το πιο σημαντικό: Η οικονομία δεν βασίζεται απλώς στην «ψυχολογία», αλλά στις προσδοκίες. Οι αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών βασίζονται στις εκτιμήσεις τους για το μέλλον. Παραγγελίες, επενδύσεις και συμβόλαια υπογράφονται βάσει προσδοκιών για την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, τη φορολογία, τυχόν νομοθετικές αλλαγές, τη ζήτηση. Εάν ένα κατάστημα πιστεύει πως η οικονομία δεν πάει καλά, μπορεί να προτιμήσει να διαθέσει τα αποθέματά του και να περιμένει πριν καταθέσει παραγγελίες στους προμηθευτές. Με την ωραιοποίηση της κατάστασης, ο καταστηματάρχης παραπλανάται και λαμβάνει αποφάσεις που του προκαλούν ζημιά. Ένα νοικοκυριό που δεν αναμένει απολύσεις στον κλάδο όπου απασχολούνται οι γονείς, μπορεί να δαπανήσει με λιγότερη προσοχή. Μια επιχείρηση που αναμένει πως τα καταθετικά επιτόκια θα μειωθούν, μπορεί να επιταχύνει τις επενδύσεις της.
Τελικά, η ωραιοποίηση, εκτός από τη ζημιά που προκαλεί στην αξιοπιστία της κυβέρνησης, οδηγεί τους πολίτες σε λανθασμένες αποφάσεις. Η κυβέρνηση μοιάζει με πιλότο που ετοιμάζεται για ανώμαλη προσγείωση, αλλά δεν καλεί τους επιβάτες να προσδεθούν, για να μην τους ανησυχήσει. Στο τέλος, όμως, με την παραπλάνηση που προκύπτει, με την οποία νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατευθύνονται προς επιζήμιες αποφάσεις, βασισμένες σε λανθασμένες βασικές παραδοχές για την οικονομία, τίθενται και ηθικά ερωτηματικά, αφού, στο τέλος της ημέρας, οι πολίτες υποφέρουν.