Το παρόν κείμενο γράφτηκε για το περιοδικό «Ρεύμα» (www.revmamag.com.cy)
Η λογική που διέπει την οργάνωση της ενιαίας Ευρωπαϊκής οικονομίας είναι ο αμοιβαίος έλεγχος και η άσκηση πιέσεων στην κάθε κυβέρνηση από τους ομολόγους της. Ειδικά όσον αφορά στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η ευρωζώνη έχει δομηθεί με βάση τις «γερμανικές» αρχές της νομισματικής πολιτικής: πειθαρχεία, αυστηρότητα και χαμηλός πληθωρισμός.
Εκτός από την ίδια την ΕΚΤ, όμως, ο πυρήνας της ΟΝΕ είναι ο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με το οποίο τίθενται αυστηροί περιορισμοί στα Υπουργεία Οικονομικών. Κάτω από τους όρους του Συμφώνου, τα κράτη μέλη υποβάλλουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή, το δικό τους Πρόγραμμα Σταθερότητας (ή Πρόγραμμα Σύγκλισης για όσα κράτη μέλη βρίσκονται εκτός ευρωζώνης). Ο στόχος του κάθε προγράμματος είναι σαφής: να ενημερώσουν με ποιόν τρόπο σκοπεύουν να εξασφαλίσουν μεσοπρόθεσμα την δημοσιονομική ευρωστία της χώρας τους. Το κάθε πρόγραμμα αξιολογείται από την Επιτροπή και στην συνέχεια το Συμβούλιο ψηφίζει την κοινή του «γνώμη» για το κάθε ένα.
Θεωρητικά, το σύστημα αυτό αρκεί για να εξασφαλίσει την πειθαρχεία των κρατών μελών, μέσα από την άσκηση πιέσεων από τα άλλα κράτη μέλη. Στην πράξη, όμως, συμβαίνει κάτι άλλο.
Πρώτο, η Επιτροπή δεν αναλύει με προσοχή και αυστηρότητα τα προγράμματα. Για παράδειγμα, ενώ η Κύπρος ήδη βρίσκεται πολλούς μήνες πίσω όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα για την μείωση του διοικητικού φόρτου και των γραφειοκρατικών διαδικασιών, η Κομισιόν απλά εντοπίζει την δέσμευση της κυβέρνησης να προωθήσει τα μέτρα. Παρομοίως, η Κυπριακή Δημοκρατία αναφέρει πως θεωρεί «άσχετο» με την Κύπρο τον στόχο για αύξηση των δαπανών για την Έρευνα και Ανάπτυξη, αλλά η Κομισιόν δεν σχολιάζει, αφήνοντας έτσι ένα κράτος μέλος απλά να απορρίψει καθολικά ένα από τους πιο βασικούς στόχους της Στρατηγικής της Λισαβόνας.
Δεύτερο, η γνωμοδότηση του Συμβουλίου –που βασίζεται στην αξιολόγηση της Επιτροπής- πολύ συχνά απλά επαναλαμβάνει εαυτόν. Κάθε χρόνο τα δύο σώματα της Ε.Ε. καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, τις ίδιες παραινέσεις και τις ίδιες προτροπές. Ωστόσο, ουδέποτε γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι οι παραινέσεις αγνοούνται εντελώς από τα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να μην ασκείται ουσιαστική πίεση στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι και πάλι χαρακτηριστικό. Το 2005, η γνωμοδότηση του Συμβουλίου για την Κύπρο ανέφερε πως θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αναφορικά με το συνταξιοδοτικό και την δημόσια υγεία. Η ίδια, ουσιαστικά, παράγραφος, επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο από τότε. Πουθενά, όμως, δεν αναφέρεται πως η ίδια συμβουλή δίνεται εδώ και έξι χρόνια και πως ουσιαστικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις την αγνοούν, χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό (του δημοσίου, κυρίως) και το ΓΕΣΥ.
Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού παρόμοια εικόνα υπάρχει σε πολλά κράτη μέλη. Έτσι, ο στόχος των Προγραμμάτων Σταθερότητας, δηλαδή η άσκηση πιέσεων στα κράτη μέλη για να προχωρήσουν σε πολιτικά επώδυνες αλλά απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, αποτυγχάνει πλήρως.
Υπάρχουν, φυσικά, λύσεις στο πρόβλημα. Η λογική που διέπει το όλο σύστημα είναι μάλλον ασφαλής, αλλά υπάρχουν τρία κενά: πρώτο, η Επιτροπή, παρά τον αμιγώς τεχνοκρατικό της χαρακτήρα, δεν είναι πλήρως απομονωμένη από την πολιτική διάσταση και σίγουρα δεν επιθυμεί να προκαλέσει το μένος κάποιου κράτους μέλους. Δεύτερο, η αρμόδια Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής δεν κατέχει το απαιτούμενο προσωπικό. Τρίτο, τα ήδη χλιαρά κείμενα απονευρώνονται περαιτέρω στο Συμβούλιο, όπου συμμετέχουν οι 27 κυβερνήσεις.
Λύσεις υπάρχουν πολλές, αλλά δεν θα είναι εύκολες. Εάν, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδιδε αυτεπάγγελτα δικές της εκτιμήσεις, τουλάχιστον ως προς την καθαρά δημοσιονομική πλευρά των Προγραμμάτων Σταθερότητας, μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε ισχυρό μοχλό πίεσης. Με δεδομένη την κουλτούρα της ΕΚΤ, θα πρέπει αναμένεται πως μια δική της αξιολόγηση θα ήταν πιο αυστηρή από εκείνες της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν θα ήθελε να μπει σε ένα κύκλο ανταγωνισμού με τα άλλα σώματα της ΕΕ, ούτε να ξεφύγει από την σφαίρα της νομισματικής πολιτικής.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο ανέκαθεν είχε την διάθεση να ασκεί πιέσεις και να προκαλεί αμηχανία στα άλλα όργανα. Το Κοινοβούλιο κατέχει την αναγκαία υποδομή όσον αφορά την τεχνική πλευρά μιας τέτοιας αξιολόγησης, με πολλούς και αξιόλογους λειτουργούς. Ταυτόχρονα, οι ευρωβουλευτές που προέρχονται από την αντιπολίτευση στην κάθε χώρα, θα έχουν ισχυρό πολιτικό κίνητρο να ενημερώνουν με λεπτομέρεια τους τεχνοκράτες του Κοινοβουλίου και τους ομολόγους τους για παραλήψεις ή παραπλανητικές αναφορές. Αυτή θα ήταν και η πιο εύκολη λύση.
Πάντοτε, στόχος πρέπει να είναι η πιο αυστηρή αξιολόγηση και όχι η αμοιβαία βοήθεια που οι 27 Υπουργοί Οικονομικών προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Σήμερα, δυστυχώς, η χλιαρή στάση των αξιολογήσεων λειτουργεί ως άλλοθι στις κυβερνήσεις, οι οποίες δεν λαμβάνουν «δύσκολα» μέτρα μέχρι να κτυπήσουν πάτο: Αυτό συνέβηκε και με την Ελλάδα. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως το Κοινοβούλιο ακολουθεί την ίδια πρακτική και σε άλλα θέματα όπου έχει μεν περιορισμένες εξουσίες, αλλά έχει και την ικανότητα να ασκεί πολιτικές πιέσεις: την στρατηγική διεύρυνσης, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας κοκ. Ακόμα, το σώμα έχει δείξει διαχρονικά πως έχει την κάθε διάθεση να αναβαθμίσει τον ρόλο του, έστω και αυτεπάγγελτα.