Η έκδοση του διατάγματος με το οποίο ο Υπουργός Εμπορίου θέτει πλαφόν στην τιμή καυσίμων έχει πίσω του μεγάλη ουρά. Ο Υπουργός είχε πολλές φορές προειδοποιήσει πως θα κάνει μια τέτοια κίνηση. Συνήθως πετύχαινε, δια της απειλής, την μείωση των τιμών. Αυτή τη φορά, και με την πολιτική πίεση να δείξει η κυβέρνηση -επιτέλους- έργο υπέρ των καταναλωτών, ο Υπουργός δεν περιορίστηκε στην απειλή και έκανε την κίνηση.
Η κίνηση, όλα δείχνουν, ήταν αναγκαία. Μπορεί μεν να έγινε με «ασυγύριστο» τρόπο που εξέπεμψε μια εικόνα βιασύνης αλλά και εκδικητικότητας από πλευράς του Υπουργού, αλλά έστειλε και ένα σαφές μήνυμα στην αγορά, πως η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα. Η απεργία και η ταλαιπωρία μάλλον μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, όπως και η άκομψη παραδοχή πως οι εταιρείες πετρελαιοειδών δεν είναι χωρίς ευθύνη, αλλά ο Υπουργός τα βάζει μόνο με τους πρατηριούχους διότι μέχρι αυτούς μόνο φτάνει ο νόμος.
Ωστόσο, πίσω από την έκδοση του διατάγματος κρύβεται και μια άλλη μεγάλη αλήθεια. Ο αυτοέλεγχος της αγοράς έχει αποτύχει. Η λογική της αγοράς είναι πως όταν ένας πωλητής είναι ακριβός, ή όταν το προϊόν του είναι κακής ποιότητας, ο καταναλωτής θα τον τιμωρήσει αγοράζοντας από αλλού. Έτσι, ο ανταγωνισμός οδηγεί στις χαμηλότερες δυνατές τιμές αλλά και στην καλύτερη δυνατή ποιότητα. Ωστόσο, κάτι συμβαίνει όταν όλοι οι πωλητές διαθέτουν προϊόντα όμοιας ποιότητας και μάλιστα σε σχεδόν πανομοιότυπες τιμές. Σε συνδυασμό και με την πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) για την συγκεκριμένη αγορά, είναι προφανές πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον ανταγωνισμό.
Η έλλειψη διαφάνειας στην συγκεκριμένη αγορά δεν επιτρέπει ασφαλείς εκτιμήσεις όσον αφορά την ύπαρξη καρτέλ. Ακόμα κι αν υπάρχει κάποια συνεννόηση μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά και εις βάρος του καταναλωτή, δεν είναι ξεκάθαρο από πού πηγάζει αυτή η συμπεριφορά: Στις εταιρείες; Κι αν ναι, σε ποιες; Στους πρατηριούχους, κι αν ναι, σε ποιους; Και στους δύο; Δεν μπορεί ουδείς να κατηγορηθεί για καρτέλ. Μπορεί, ακόμα, η κατάσταση να είναι φυσιολογικό απότοκο των συνθηκών ολιγοπωλίου που επικρατούν, και να μην υπάρχουν συνεννοήσεις πουθενά.
Η αγορά, όμως, συμπεριφέρεται σαν να υπάρχει, είτε καρτέλ και συνεννόηση εις βάρος του ανταγωνισμού, είτε ολιγοπώλιο. Με εξαίρεση την σύγκλιση τιμών μεταξύ γειτονικών πρατηρίων (κάτι που εξηγείται και οικονομοτεχνικά) όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της αγοράς των καυσίμων δείχνουν πως δεν υπάρχει αρκετός ελεύθερος ανταγωνισμός.
Μακροπρόθεσμα, η μπάλα είναι στην ΕΠΑ, η οποία όμως δεν έχει λάβει την στήριξη που δικαιούται από την κυβέρνηση και εξακολουθεί να λειτουργεί υποστελεχωμένη. Κι ας είναι ο βασικότερος μηχανισμός προστασίας του απλού πολίτη και του καταναλωτή. Ο ρόλος του Υπουργείου στο μέσο και μακρύ διάστημα, θα είναι να ενισχύσει τη διαφάνεια στην αγορά, ανακοινώνοντας τις συνθήκες, τόσο στη διεθνή αγορά όσο και στην εγχώρια: Πόσο πληρώνουν οι εταιρείες; Πόσο στοιχίζει η μεταφορά, η φύλαξη, η ασφάλιση κτλ; Πόσο χρεώνουν οι εταιρείες τους πρατηριούχους; Ακόμα, υπάρχει διαφορά στις τιμές των ιδιωτικών πρατηρίων σε σχέση με εκείνα που ανήκουν στις εταιρείες;
Πάνω από όλα, όμως, εάν τα κίνητρα του Υπουργείου δεν είναι καθαρά πολιτικά, θα πρέπει να ενισχυθεί η ΕΠΑ. Οτιδήποτε άλλο, λύνει το πρόβλημα για μερικές μέρες και μόνο, και μάλιστα το λύνει εις βάρος του καταναλωτή αφού συμπιέζει την προσφορά. Όσοι κόπτονται πραγματικά για τον απλό πολίτη, για τον κοσμάκη (όπως ακούμε συχνά) πρέπει άμεσα να ενισχύσουν την ΕΠΑ, να την καταστήσουν ισχυρή, δυναμική, ανεξάρτητη χωρίς παρεμβάσεις, με σωστό προϋπολογισμό και με ικανό και αριθμητικά ικανοποιητικό προσωπικό. Οτιδήποτε άλλο, δεν απευθύνεται στο πρόβλημα, αλλά στις κάμερες.
[…] Είναι, όμως, μέρος της όλης εικόνας. Διότι τελικά τα πλαφόν λειτουργούν ως φύλλο συκής για την ανικανότητα της […]