Το 1955, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, έβλεπε τα σχέδιά του για την ανάπτυξη της χώρας να αποτυγχάνουν. Αναζητώντας ένα πιο κομψό και πειστικό μοντέλο ανάπτυξης, ζήτησε από τον Μαχαλανομπίς να τον βοηθήσει. Ο εξαίρετος Ινδός επιστήμονας κατάφερε το ακατόρθωτο και κατέγραψε ολόκληρη την οικονομία της αχανούς του πατρίδας σε μία μαθηματική πράξη, βάσει της οποίας εκπονήθηκε το Δεύτερο Πενταετές Πρόγραμμα για την ινδική οικονομία. Η εφαρμογή του άρχισε το 1956. Μέσα σε δύο χρόνια, όμως, εν μέσω πληθωρισμού και αποτυχίας, η Ινδία εγκατέλειψε την ιδιοφυή μαθηματική πράξη και εκπόνησε νέο Πρόγραμμα.
Το συμπέρασμα ήταν, αναπόφευκτα, πως η διάσημη ρήση του Μένκεν ήταν ορθή: «Πάντοτε υπάρχει μια εύκολη λύση στα ανθρώπινα προβλήματα: κομψή, πειστική και λανθασμένη».
Μπορεί κάποιοι σήμερα να κατηγορούν τον καπιταλισμό ως «καζίνο», αλλά προφανώς δεν γνωρίζουν ότι χρησιμοποιούν μία φράση που προέρχεται από το στόμα του Κέυνς. Τα προβλήματα του συστήματος, τα οποία ο Κέυνς επιχείρησε να επιλύσει, δεν είναι ούτε απλά αλλά ούτε και καινούργια. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο νομπελίστας «νεοφιλελεύθερος» Κρούγκμαν τα βάζει με τη μανία των οικονομολόγων να συγχέουν την ομορφιά με την αλήθεια.
Τα όμορφα, κομψά και πειστικά μοντέλα που προωθούνται από συγκεκριμένη οικονομική σχολή σκέψης (Σικάγο), βασίζονται σε μία υπερβολικά αισιόδοξη και αναληθή σειρά από υποθέσεις: Οι οικονομικοί παίκτες λειτουργούν πάντα με βάση τη λογική, οι αγορές είναι αυτορυθμιζόμενες και το κράτος δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει από το να διατηρεί σταθερή την αύξηση του χρήματος και να υπομένει τις κρίσεις. Αν αυτές οι υποθέσεις ήταν ορθές, τότε και η φόρμουλα του Μαχαλανομπίς θα πετύχαινε. Ο Κρούγκμαν επιμένει πως αυτές οι βασικές παραδοχές είναι απότοκο ενός «μεσαίωνα των μακροοικονομικών», κατά τον οποίο «πολύτιμες γνώσεις έχουν χαθεί».
Με την κρίση, όμως, έχει αρχίσει ξανά να επικρατεί η πιο ορθόδοξη εκδοχή των κεϋνσιανών αρχών, αν και έχουν κι αυτές χαρακτηριστεί – περιέργως – «νεοφιλελεύθερες». Υπό κανονικές συνθήκες, σε μία περίοδο ύφεσης η «κλασική» αντίδραση των αρχών είναι να αυξήσουν την παροχή χρήματος και να μειώσουν τα επιτόκια στο κρατικό χρέος.
Έτσι, συμβαίνουν δύο πράγματα: Πρώτον, οι επενδυτές εγκαταλείπουν το κρατικό χρέος και επιλέγουν προϊόντα με καλύτερες αποδόσεις (υψηλότερα επιτόκια). Με την αυξημένη ζήτηση, τελικά μειώνονται και οι αποδόσεις των εναλλακτικών στοιχείων ενεργητικού. Δεύτερον, διευκολύνεται και η αύξηση των πιστώσεων, αφού με τα χαμηλότερα επιτόκια στην οικονομία τονώνεται η επένδυση και η οικονομική δραστηριότητα.
Στη σημερινή κατάσταση, μπορεί κάτι τέτοιο να τονώσει την προσφορά και την οικονομική δραστηριότητα στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά στην Κύπρο είναι πλέον σαφές πως το πρόβλημα βρίσκεται στη ζήτηση και όχι στην προσφορά. Έτσι, ακόμα και με μηδενικά επιτόκια, δεν θα υπάρξει υπό τις σημερινές περιστάσεις ζήτηση για δάνεια, παρά τις συχνές δημόσιες τοποθετήσεις περί του αντιθέτου. Με εξαίρεση πολύ ειδικές περιπτώσεις, αν μία επιχείρηση αντιμετωπίζει μια προσωρινή αλλά σοβαρή μείωση στη ζήτησή της, τότε δεν πρόκειται να δανειστεί για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, όσο χαμηλό κι αν είναι το επιτόκιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν ο ιδιωτικός τομέας στραγγαλίζεται, η λύση βρίσκεται στην κυβέρνηση. Το κράτος μπορεί να τονώσει τη ζήτηση μέσα από βασικά έργα (κατά προτίμηση υποδομής), τα οποία θα έχουν και μακροπρόθεσμα ευεργετικά αποτελέσματα. Στη σημερινή οικονομική συγκυρία, η κυβέρνηση έχει επιδείξει μεν ενδιαφέρον για μια σειρά από ζητήματα που προκύπτουν, δεν έχει όμως ενδιαφερθεί για το πιο σημαντικό από αυτά. Μπορεί να έχει τονώσει τις κοινωνικές δαπάνες, αλλά δεν έχει συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη, η οποία είναι και η μοναδική λύση για την ανεργία και η μοναδική εγγύηση για αυξημένη ευημερία. Έτσι, οι πολίτες μπορεί μεν να λαμβάνουν κάποια χρήματα από το κράτος, αλλά πολλοί χάνουν τη δουλειά τους, τη στιγμή που οι επιχειρηματίες δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, διότι δεν έχουν πελάτες να εξυπηρετήσουν.
Η οικονομία σήμερα χρειάζεται ουσιαστική στήριξη για την τόνωση της συνολικής ζήτησης. Τα έργα υποδομής θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, αλλά αποτελούν και μοναδική ευκαιρία για την εκπόνηση προγραμμάτων, κυρίως σε απόκεντρες και υποβαθμισμένες περιοχές, που για χρόνια μπαίνουν στο περιθώριο και που αφορούν την υγεία, την παιδεία και την έρευνα, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό. Αντ’ αυτού, η όλη προσπάθεια έχει στραφεί στο έλλειμμα και την επιτήρηση.
Το άγχος που προκάλεσε η οικονομική κρίση στους «κλασικούς» οικονομολόγους, έχει και πάλι αναδείξει την ανάγκη να ακολουθηθούν πολιτικές που να είναι μεν εκτός της πεπατημένης, αλλά να στηρίζονται σε ένα στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο. Σε καμία θεωρία των οικονομικών, όμως, δεν προβλέπεται πως πάνω από όλα πρέπει να μπαίνει το κράτος. Αντίθετα, όλοι οι οικονομολόγοι, ακόμα και εκείνοι που, όπως τον Κρούγκμαν, τα βάζουν με τους νεοφιλελεύθερους, καλούν το κράτος να κινηθεί προς την τόνωση της οικονομίας και όχι του εαυτού του.