Ενώ εδώ και μερικά χρόνια, η Κύπρος αρχίζει δειλά-δειλά, να μπαίνει σε μία νέα, μεταμοντέρνα εποχή, η πολιτεία χαρακτηρίζεται ακόμα από θεσμούς και μηχανισμούς που αποτελούν κεντρικό γνώρισμα μετααποικιακών περιόδων.
Οι ημικρατικοί οργανισμοί αποτελούν σημαντικό παράδειγμα προς τούτο, αφού η χρησιμότητά τους περιορίζεται, πλέον, στην εξασφάλιση ανακούφισης για τα κόμματα και ορισμένους πολιτικούς που «χρωστούν» βόλεμα σε ψηφοφόρους. Ενώ, για παράδειγμα, ο κόσμος χανόταν και άρχιζε να εκδηλώνεται και στην Κύπρο η οικονομική κρίση πριν από μερικούς μήνες, ορισμένα κόμματα ήταν προσηλωμένα σε μία διαμάχη που προσέβαλλε την νοημοσύνη των πολιτών και αφορούσε τους διορισμούς συμβούλιο του ΚΟΤ. Μέσα σε αυτή την κόντρα για καρέκλες μεταξύ των κομμάτων, όταν ο καβγάς ήταν στα ανοικτά περί του ποιο κόμμα «δικαιούται» να διορίσει «δικό του» άνθρωπο, ουδείς δεν συγκινήθηκε να εξετάσει την απόδοση του οργανισμού και το κατά πόσον αποτελεί αρωγό ή βαρίδι για τον τουρισμό.
Πέρα από το γεγονός ότι πολλοί ημικρατικοί οργανισμοί είναι, πια, αμφιβόλου χρησιμότητας, υπάρχει και το ερώτημα κατά πόσον θα λειτουργούσαν πιο αποτελεσματικά εάν μετατρέπονταν σε οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα να υπόκεινται στους νόμους της αγοράς και του ανταγωνισμού: να απαιτείται, δηλαδή, αποτέλεσμα ανάλογο των δαπανών και υψηλή παραγωγικότητα για να μπορούν να επιβιώσουν. Σήμερα, ως οχήματα παράδοσης «κεκτημένων» σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, αλλά και ως μεταγωγοί των πελατειακών σχέσεων, δεν υπόκεινται σε πιέσεις για να αποδώσουν με την ίδια παραγωγικότητα όπως ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Η βασική «άμυνα» κατά της ιδιωτικοποίησης, είναι πως πρόκειται, είτε για «εκποίηση» κρατικών μηχανισμών, είτε πως επιχειρείται εξυπηρέτηση του «κεφαλαίου». Αυτά είναι δυνητικά αλλά όχι και αναπόφευκτα προβλήματα. Πρώτον, διότι δεν είναι απαραίτητο όλοι αυτοί οι οργανισμοί να μετατραπούν σε αυστηρά «ιδιωτικές» υποθέσεις. Ο έλεγχος μπορεί να υπάρχει –και να είναι αυστηρός. Μάλιστα, οι πλείστες περιπτώσεις όπου αυτό επιχειρήθηκε στο εξωτερικό, έγινε με επιτυχία. Με εξαίρεση τα Βρετανικά quangos και ορισμένες αστικές συγκοινωνίες, υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα (ταχυδρομεία, υπεραστικές συγκοινωνίες, αθλητικοί οργανισμοί, συνεργατικοί οργανισμοί αγροτών κοκ) που είναι απόλυτα επιτυχείς. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να «εκποιηθούν» οργανισμοί όπως τον ΟΓΑ ή τον ΚΟΑ στο «κεφάλαιο», αλλά να παραδοθούν, από τα χέρια των πολιτικών, στα χέρια των εκάστοτε κοινωνικών εταίρων. Έτσι, θα μπορεί πιο εύκολα να αποφευχθεί και ο μαζικός διορισμός στα συμβούλιά τους, ατόμων που δεν κατέχουν τεχνικές γνώσεις σχετικά με το εκάστοτε αντικείμενο.
Δεύτερο, δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτοί οι οργανισμοί να λειτουργήσουν ως κερδοσκοπικοί. Άλλοι μπορούν να είναι συνεργατισμοί, άλλοι κοινωφελή ιδρύματα, άλλοι, ακόμα και ως οργανισμοί επιστημονικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα.
Κάτι τέτοιο, θα υποχρέωνε τους ημικρατικούς να λειτουργούν κάτω από συνθήκες σπανιότητας και με βασικό κριτήριο επιτυχίας το κατά πόσο μπορούν να επιτύχουν τους δεδηλωμένους τους στόχους μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο δαπανών. Σήμερα, όμως, είναι απλά ένα ακόμα «κεκτημένο» και η επιτυχία τους κρίνεται από δύο άλλα κριτήρια: πόσα αντλεί ο κάθε ημικρατικός από τον φορολογούμενο για τις υπερβολικές του δαπάνες (ακόμα και τους υψηλούς μισθούς), και πόσα «παιδιά του κόμματος» μπορεί ο κάθε ημικρατικός να βολέψει.