Μέχρι σήμερα οι φόνοι που ζούσαμε στη Κύπρο ήταν σχεδόν πάντα δύο ειδών. Οι πρώτοι αφορούσαν οικογενειακά δράματα ή προσωπικές διαφορές. Συνήθως εν βρασμώ ψυχής, ήταν «ασυγύριστες» δολοφονίες, σπάνια εκ προμελέτης, και είχαν να κάνουν με έρωτες, μικρά προσωπικά χρέη ή «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε πιο επαγγελματικές εκτελέσεις, συμβόλαια που είχαν να κάνουν με άτομα του υποκόσμου, ή με άτομα που έμπλεξαν με τον υπόκοσμο και των οποίων ο φόνος ήταν «επαγγελματική» υπόθεση.
Η δολοφονία του Άντη ήταν διαφορετική. Τα θύματα των φόνων δεν είναι πλέον αλλοδαποί, οικογενειακά δράματα ή «επαγγελματίες» της νύκτας. Το φαινόμενο του φόνου μπήκε πλέον στα καλύτερα τζάκια της Κύπρου και αφορά τα καλύτερα παιδιά που δεν «έχουν απασχολήσει στο παρελθόν την αστυνομία».
Ο Άντης ήταν συμπαθής ακόμα και σε άτομα που δεν είχαν την εύνοια του «ΔΙΑΣ». Κι αυτό διότι ήταν ένα σοβαρό παιδί, χωρίς μνησικακία ή χαιρεκακία. Ο φόνος του άφησε άφωνους τους πάντες διότι τα κίνητρα δεν έχουν να κάνουν με ναρκωτικά, πορνεία, παράνομο εμπόριο, έλεγχο νυκτερινών κέντρων ή άλλα παρόμοια. Αντίθετα, τα πρώτα στοιχεία που βγαίνουν στην επιφάνεια δείχνουν πως μάλλον αφορούν οικονομικές διαφορές. Σε αντίθεση με τις «οικονομικές διαφορές» του τζόγου, των ναρκωτικών και των άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, όμως, εκείνες του Άντη μπορούν να χαρακτηριστούν και ως «φυσιολογικές» για ένα επιχειρηματία του εύρους του.
Γι αυτό και ο χαμός του αναστάτωσε τους πάντες τόσο πολύ: ο Άντης ήταν «ένας από εμάς» για τους σοβαρούς επιχειρηματίες της πρωτεύουσας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν ένας από τους καλύτερους ανάμεσα στους νεαρούς που είχαν μέλλον και υπόσχονταν πολλά. Κι ακόμα, ενώ ανέλαβε ως «Χατζηκωστής» το συγκρότημα, σύντομα έγινε ο πετυχημένος νέος «Άντης».
Έτσι, στη σκιά της απίστευτα μακάβριας κλοπής της σωρού του τέως προέδρου, Τάσσου Παπαδόπουλου η οποία έδειξε πως κάποιοι πλέον ξεπέρασαν κάθε έννοια σεβασμού προς τους νεκρούς, ήρθε και η δολοφονία ενός ανθρώπου που ήταν αγαπητός και εξ’ όσον γνωρίζουμε, εντελώς άσχετος με παρανομίες. Πριν καν να σβήσει η αναταραχή από το πρώτο συμβάν, ακολούθησε η απότομη λύπη – σαν γροθιά στο στομάχι- από το δεύτερο.
Η ανασφάλεια που αισθάνονται οι πάντες, είναι σχεδόν αφόρητη. Το αίσθημα δικαίου και η τιμή που αξίζει και δικαιούται ο Άντης θα ικανοποιηθούν μόνο με την ανακάλυψη των ενόχων. Πέρα όμως από αυτά, υπάρχει και άμεση ανάγκη να εμπεδωθεί εκ νέου το αίσθημα ασφάλειας στη κοινωνία. Η μπάλα είναι πια στην αστυνομία, η οποία έχει μία μοναδική ευκαιρία να δείξει πως –τελικά- μπορεί, ενώ φαίνεται πως και η πολιτική ηγεσία έχει την διάθεση να την αφήσει χωρίς παρεμβάσεις στο έργο της.
Η μνήμη του Άντη θα τιμηθεί μόνο με αυτό τον τρόπο. Με την δημιουργία εκ νέου ενός αισθήματος ασφάλειας που να μας θυμίζει τι έγινε την περασμένη Δευτέρα: ένα απίστευτο έγκλημα εις βάρος ενός ανθρώπου που δεν ήταν υποψήφιος για ένα τέτοιο τέλος.