Ως να ήταν «νεοφιλελεύθερη» η κυβέρνηση

Το αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι λιγότερο φιλολαϊκό από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές

Το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου 1993, μιλώντας εις μνήμην του Άλφρεντ Νόμπελ, ο νομπελίστας της χρονιάς για την κατηγορία των οικονομικών επιστημών, Ντάγκλας Νορθ, σημείωνε πως οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί είναι οι βασικοί ρυθμιστές της οικονομικής απόδοσης.

Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει κανείς να εξετάσει τη στάση που τηρεί η κυβέρνηση. Αντιμέτωπη με ένα φοβερό δίλημμα μεταξύ ελλειμμάτων και ανάπτυξης, έχει επιλέξει το πρώτο. Έχει μάλιστα ανακοινώσει (επιτέλους) σειρά μέτρων με στόχο την τόνωση των δημοσίων οικονομικών. Τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί, όμως, έχουν εγείρει σοβαρά ερωτηματικά, αφού χαρακτηρίζονται από ασάφειες, γενικότητες και σύγχυση, με αποτέλεσμα να εκπέμπουν απλώς αμηχανία και το αίσθημα πως οι βασικοί θεσμοί της οικονομίας δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν. Ακόμα, δεν στρέφονται ούτε σε διαρθρωτικές αλλαγές ούτε στην τόνωση της ανάπτυξης, τη στιγμή που η ανεργία όλο και αυξάνεται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η πρόταση για νέους φόρους στα ακίνητα μέσα από την επαναξιολόγηση των τιμών. Μετά τις πρώτες αντιδράσεις, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως θα τεθεί όριο αφορολόγητου στις 200 χιλ. ευρώ. Ύστερα, το ποσό ανέβηκε στο 1 εκατ. ευρώ και τελικά ειπώθηκε πως το όριο δεν έχει ακόμα αποφασιστεί. Παράλληλα, αναφέρθηκε πως οι φόροι θα αυξηθούν μόνο για το 1,7% του πληθυσμού, ύστερα για το 1,3% και τέλος για το 2%. Αυτά τα ποσοστά μεταφράζονται σε αριθμούς από 10.400 μέχρι 16.000 άτομα. Τελικά, ανακοινώθηκε πως θα επηρεαστούν μόνο 2.000 άτομα. Η υστερία με την οποία η μία δήλωση αναθεωρεί την προηγούμενη έχει αναστατώσει την αγορά και η πρόθεση για αύξηση των φόρων έχει καταρρακώσει επιχειρήσεις που σχεδιάζουν επενδύσεις και ανάπτυξη. Κι αυτό, όχι μόνο διότι δεν γνωρίζουν εάν θα πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους, αλλά και επειδή η κυβέρνηση έχει δώσει την εντύπωση πως μοιάζει με λαγό που πιάστηκε στον προβολέα.

Ακόμα, μετά από σειρά αποτυχιών στη στόχευση μέτρων, η κυβέρνηση επιμένει πως θα τα καταφέρει με τους φόρους. Αυτό μάλλον δεν πείθει, ιδίως όταν εκκρεμούν 130.000 τίτλοι, και επομένως δεν μπορεί να ξεκαθαριστεί πόσοι από αυτούς αφορούν άτομα των οποίων η συνολική περιουσία θα βρίσκεται πάνω από το όριο του αφορολόγητου. Από τα πιο πάνω εγείρονται και σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με το πόσο αξιόπιστος είναι ο υπολογισμός των εσόδων που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη κίνηση της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, γίνονται κινήσεις για πάταξη της φοροδιαφυγής. Αυτή η στήλη έχει ήδη γράψει πως, ανάμεσα στα μέτρα, εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων (ΤΕΠ) αποκτά υπερεξουσίες. Το χειρότερο, όμως, δεν είναι απλώς το γεγονός ότι το κράτος «θα έχει προτεραιότητα σε όλα», αλλά πως από τις σκέψεις που γίνονται διαφαίνονται σοβαρά θεσμικά προβλήματα. Όταν η κυβέρνηση εισηγείται στην κυβέρνηση μέτρα που ανέπτυξε το ΤΕΠ και τα οποία προβλέπουν ενίσχυση των εξουσιών του ΤΕΠ, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα αυτό είναι θεσμικό.

Είναι πλέον φανερό πως η σημερινή κυβέρνηση δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την ανάπτυξη, αλλά μόνο για τους δικούς της δείκτες. Εν μέσω κρίσης, δεν έχει προχωρήσει με κίνητρα για τόνωση της οικονομίας. Με βάση τη στρεβλή εντύπωση πως οι «έχοντες» δεν έχουν την τάση να ενισχύουν την ανάπτυξη και να επεκτείνουν την απασχόληση, η κυβέρνηση επιχειρεί να τους στύψει λίγο ακόμα περισσότερο εις το όνομα των «φτωχών», οι οποίοι, έτσι, μένουν χωρίς δουλειά. Εν τω μεταξύ, και ενώ το κράτος συνεχίζει να αγνοεί την ανάπτυξη, η ανεργία έφτασε και επίσημα στο 6,2%, ενώ στους νέους προσεγγίζει σιγά-σιγά το 15%.
Οι θεσμοί του κράτους είναι αναντικατάστατοι. Μάλιστα, όπως ορθά υπογραμμίζει η Αριστερά, βασικό πρόβλημα της τάσης για πλήρη απορρύθμιση των αγορών, που έμεινε γνωστή ως Washington consensus, είναι πως υποβαθμίζει τον ρόλο των θεσμών στην οικονομία. Αυτή η νεοκλασική (και όχι νεοφιλελεύθερη, όπως περιέργως την αποκαλούν κάποιοι) νοοτροπία απέτυχε και προκάλεσε μία αλυσίδα κρίσεων. Αυτό συνέβη διότι οι κρατικοί θεσμοί δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Μεγάλη είναι, λοιπόν, η ειρωνεία όταν η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ προκαλεί τα ίδια συμπτώματα με εκείνα των «νεοφιλελεύθερων» παθολογιών: Ο κύκλος των ιδεολογημάτων ολοκληρώνεται.

Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος θέτει τον εαυτό του εκτός της λειτουργίας της αγοράς. Αποφεύγει τη στήριξη της ανάπτυξης και περιορίζεται στον νομοτυπικό του ρόλο. Σε αντίθεση, όμως, με τους «νεοφιλελεύθερους» που κατέστρεψαν ολόκληρες γενιές στη νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική, στην Κύπρο το κράτος κάνει και κάτι παραπάνω: Βλέπει τον εαυτό του ως πιο σημαντικό από τη ζωή των πολιτών. Μεγαλύτερο θύμα από αυτή τη φιλολαϊκή στάση είναι ο λαός και δη τα φτωχότερά του στρώματα.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.