Τις τελευταίες ημέρες έχουν προκληθεί έντονες αντιδράσεις από την ανακοίνωση μέτρων για την οικονομία από πλευράς της κυβέρνησης. Κάποιες από τις αντιδράσεις ήταν πιο δίκαιες από άλλες, αλλά αυτό έχει μπει σε δεύτερη μοίρα.
Η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε, μετονόμασε τα «μέτρα» σε σκέψεις και ετοιμάζεται να βάλει κι άλλο νερό στο κρασί της για να περισώσει ό,τι περισώζεται. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον από όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες ημέρες ήταν η ευκολία με την οποία ξευτιλίστηκε ο πολιτικός λόγος στην Κύπρο, με τις προσωπικές επιθέσεις να έχουν αντικαταστήσει την απάντηση στα επιχειρήματα. Η στήλη, μάλιστα, αισθάνεται ιδιαίτερα απογοητευμένη από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος δεν μας είχε συνηθίσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα.
Ως προς την ουσία τους, τα μέτρα έχουν ήδη καθυστερήσει και θα υλοποιηθούν σε κάποιο ασαφές μελλοντικό σημείο, ενώ η όλη υφή τους εγείρει σημαντικά ερωτήματα για την λογική που τα διέπει. Βασικότερο ερώτημα είναι κατά πόσον μέτρα όπως την φορολόγηση των ακινήτων λαμβάνονται, πράγματι, για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να ήταν πειστικός εάν δεν είχαν προηγηθεί, προεκλογικά, σχετικές τοποθετήσεις του νυν προέδρου της Δημοκρατίας. Είχε πει κατά την διάρκεια της εκστρατείας του πως ήθελε να απαλλοτριώσει κτήματα των «εχόντων» και να φορολογήσει τον «συσσωρευμένο πλούτο». Είχε μάλιστα πει πως επιθυμεί να φορολογήσει και καταθέσεις που «κάθονται αδρανείς» στις τράπεζες, σε μία προφανή επίδειξη άγνοιας για το τραπεζικό σύστημα. Την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών χρησιμοποίησε σε PowerPoint τις ίδιες ορολογίες, περί συσσωρευμένου πλούτου και εχόντων.
Αν μη τι άλλο, είναι τουλάχιστον εύλογη η απορία κατά πόσον τα «μέτρα» είναι μια ειλικρινής αντίδραση στην κρίση ή μία ιδεολογικά κατευθυνόμενη κίνηση που χρησιμοποιεί την κρίση ως άλλοθι. Πάντως, ο Αβέρωφ Νεοφύτου, μπορεί να πιστωθεί το γεγονός ότι είχε προειδοποιήσει προ δωδεκαμήνου ότι οι φόροι στα ακίνητα θα αυξηθούν.
Ακόμα κι αν δεχτεί κάποιος την κίνηση ως απαραίτητη, όμως, παραμένουν άλλα ερωτήματα. Πρώτα υποτιμήθηκε η νοημοσύνη μας, αφού το στύψιμο των πολιτών, οι οποίοι θα πληρώνουν περισσότερους φόρους, ερμηνεύεται από κυβερνητικής πλευράς ως τήρηση της (άλλης) υπόσχεσης πως δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι. Επιπλέον, σαν μέρος της αναδίπλωσης της κυβέρνησης από τα μέτρα που έγιναν προτάσεις, ειπώθηκε πως μόνο οι «πολύ πλούσιοι» θα επηρεαστούν από τους νέους φόρους. Οι «πολύ πλούσιοι» αυτοί, είναι μεταξύ του 1,3% και του 2% του πληθυσμού, ανάλογα με το ποιος κάνει την δήλωση. Ωστόσο δεν έχουν εξηγήσει πως αυτός ο αριθμός μεταφράζεται σε 10,000 με 16,000 χιλιάδες άτομα οι οποίοι, εν μέσω κρίσης, θα κληθούν να πληρώνουν περισσότερα. Αυτοί είναι οι «πολύ πλούσιοι», τη στιγμή που 98% των επιχειρήσεων θεωρούνται «μικρομεσαίες» στην Κύπρο. Μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς πως μιλάμε, όχι μόνο για άτομα αλλά για νοικοκυριά, το «εύρος» του φόρου δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ακόμα, εγείρεται και το ερωτηματικό κατά πόσον θα επηρεαστεί και η απασχόληση με αυτά τα επιπλέον έξοδα που θα έχουν τα νοικοκυριά τους.
Επιπλέον, με 130,000 τίτλους ακόμα να εκκρεμούν, αλλά και ένα κάκιστο ιστορικό στην στόχευση μέτρων, η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά μπροστά της πριν να πείσει την αγορά πως θα μπορέσει αυτή τη φορά να στοχεύσει τα μέτρα που θα λάβει.
Από μόνοι τους, νέοι φόροι δεν είναι κάτι το καταστροφικό, όμως. Το χειρότερο είναι πως δεν φαίνεται να έχει εμπεδωθεί στην κυβέρνηση η έννοια των μεταρρυθμίσεων. Κι αυτό, διότι κανένα από τα μέτρα δεν έχει να κάνει με μεταρρυθμιστικές κινήσεις, ριζικές τομές και τολμηρές βελτιώσεις εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται. Αντίθετα, τίθεται, ακόμα μία φορά, ο πολίτης στην υπηρεσία του κράτους, αντί το αντίθετο και οι «πλούσιοι» θα κληθούν να πληρώσουν.