Οι Τούρκοι μάς δείχνουν τον δρόμο

Το 2001 η Τουρκία βρισκόταν στο μέσο ενός τριετούς προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας, η οποία βίωνε ταχείς ρυθμούς πληθωρισμού και συναλλαγματική αστάθεια. Μία καλή πρωία του Φεβρουαρίου, ο τότε πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο τότε πρόεδρος Σεζέρ διαφώνησαν για το πρόγραμμα που ακολουθούσε η χώρα. Ο δεύτερος είχε δηλώσει πως ο πρωθυπουργός καθυστερούσε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονταν με τη διαφθορά και τη διαπλοκή και οι οποίες θεωρούνταν, από διεθνείς επενδυτές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως επείγουσες.

Η απλή δήλωση από πλευράς του κ. Σεζέρ συνδυάστηκε και με μια άστοχη τοποθέτηση των πανίσχυρων στρατιωτικών. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας εξέδωσε αμέσως ανακοίνωση, με την οποία δήλωναν πως η χώρα «έχει κρίση».

Αμέσως, τα πάντα κατέρρευσαν. Το νόμισμα υποτιμήθηκε αυθημερόν από τις αγορές. Οι τιμές εισαγόμενων προϊόντων, όπως τα καύσιμα, διπλασιάστηκαν. Οι καταρρεύσεις τραπεζών συνεχίστηκαν. Οι ξένοι επενδυτές, όχι μόνο σταμάτησαν να στρέφονται προς την Τουρκία, αλλά έφυγαν μαζικά, οδηγώντας τη χώρα σε τραπεζική, συναλλαγματική και οικονομική κρίση.

Φυσικά η χώρα είχε εκ των προτέρων προβλήματα. Η προσπάθεια στήριξης της τουρκικής λίρας απαιτούσε μεγάλα αποθέματα ξένου νομίσματος, και επομένως συνεχείς εισροές ξένων επενδυτών, οι οποίοι έρχονταν – ελλείψει ρυθμίσεων – με βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, τα οποία τους άφηναν ορθάνοικτη την πόρτα εξόδου μόλις κάτι δεν πήγαινε καλά. Ακόμα, η πολιτική στενότητας από την κεντρική τράπεζα, που ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση του καλπάζοντος πληθωρισμού, οδήγησε πολλές από τις μικρές τράπεζες της γείτονος στα όρια χρεοκοπίας. Η κεντρική τράπεζα αρνήθηκε να διαδραματίσει τον ρόλο του δανειστή τελευταίας επιλογής και τις άφησε να διαλυθούν.

Ωστόσο, η κρίση δεν ήταν αναπόφευκτη. Η πορεία των μεταρρυθμίσεων, αν και επώδυνη για τους Τούρκους, έβαινε καλώς, μέχρι τη στιγμή που οι Ετζεβίτ και Σεζέρ διαφώνησαν δημόσια και απέστειλαν μηνύματα πανικού στους επενδυτές.

Την περασμένη εβδομάδα ψηφίστηκε ο προϋπολογισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας για το 2010. Ενώ πολλοί σχολιαστές αναλύουν τις πρόνοιες του περί προϋπολογισμού νόμου, μπορεί κανείς να πει πως οι ερμηνείες πρέπει να γίνουν προσεκτικά, αφού ο προϋπολογισμός δεν είναι πραγματικός, αλλά εικονικός: Μέχρι να δει κανείς τους συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς που θα στείλει στη Βουλή η κυβέρνηση σε έξι περίπου μήνες, μερικά μόνο συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν, και αυτά είναι μάλλον πολιτικά παρά οικονομικά.

Ωστόσο, πίσω από τον νόμο που θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σήμερα, υπάρχει και το ενδημικό, πια, πρόβλημα της κρίσης των θεσμών, οι οποίοι πρέπει να κοιτάξουν, με εξαιρετικά προσεκτικό μάτι, τι δρόμο θα ακολουθήσουν. Από τη μια, η Βουλή έστειλε μήνυμα στην κυβέρνηση πως, πέρα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως δικαιούται η νομοθετική εξουσία να μειώσει τα έσοδα του κράτους, η ίδια έχει σκοπό να ασκήσει πολύ έντονα τον εποπτικό της ρόλο. Μάλιστα, πέρα από το σταύρωμα κονδυλίων – κάποια με σαφή αλλά με ανώριμα κίνητρα – η Βουλή έχει επιβάλει στον υπουργό Οικονομικών την υποχρέωση να καταθέτει «έκθεση προόδου» ανά τρίμηνο.

Η απόφαση αυτή απαιτεί μεγάλη δόση σοβαρότητας, που, δυστυχώς, η Βουλή, ως σύνολο, δεν έχει πάντοτε επιδείξει στο παρελθόν. Πολιτικά και ευκαιριακά κριτήρια πρέπει να αποφευχθούν.

Πέρα, όμως, από τη Βουλή και το «επίκαιρο» θέμα του προϋπολογισμού, οι θεσμικές κόντρες μετατρέπονται σε ευρύτερο ενδημικό φαινόμενο μέσα στην οικονομία. Η παλαιότερη προσπάθεια από πλευράς της κυβέρνησης να επιβληθεί του ανεξάρτητου θεσμού της Κεντρικής Τράπεζας, άφησε πίσω της μια κακή εντύπωση για το κράτος ανάμεσα στους διεθνείς επενδυτές. Αν και δεν μπορεί να γίνει εύκολα επιστημονική ανάλυση του κόστους που επέφερε αυτή η σύγκρουση στην οικονομία, είναι σαφές πως το ποσό είναι σίγουρα σημαντικό.

Παρομοίως, αχρείαστα επιχειρείται από πλευράς της κυβέρνησης ο «έλεγχος» άλλων ανεξάρτητων αρχών νευραλγικής σημασίας για την οικονομία, γεγονός που προδιαγράφει, εν τέλει, αποδυνάμωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της οικονομίας, με πολλαπλές επιπτώσεις.
Η δημόσια αντιπαράθεση στην Τουρκία, το 2001, έθεσε εκτός ελέγχου μία δύσκολη κατάσταση που ήταν, αρχικά, υπό έλεγχο. Σήμερα, στην Κύπρο, οι αχρείαστες και άστοχες προσπάθειες από πλευράς της κυβέρνησης να ελέγξει ανεξάρτητες αρχές, και δη εποπτικές-ρυθμιστικές, απειλεί να θέσει εκτός ελέγχου μία οικονομική κρίση που είναι ήδη υπό εξέλιξη. Στην Τουρκία, υπήρχαν βασικά στοιχεία (fundamentals) που κρίνονταν ως προβληματικά για την οικονομία. Στην Κύπρο σήμερα εκδηλώνεται μία εξωγενής κρίση στη συνολική ζήτηση της οικονομίας, σε συνδυασμό με σοβαρή πιστωτική στενότητα για τις επιχειρήσεις.

Η νομισματική κρίση της Τουρκίας αποτελεί κλασικό παράδειγμα για όλους όσοι ενδιαφέρονται να αντλήσουν μαθήματα για την οικονομία. Ωστόσο, παρά την προσήλωση των οικονομολόγων στα βασικά οικονομοτεχνικά στοιχεία της κρίσης της γείτονος, υπάρχουν και σοβαρά μαθήματα για τον ρόλο που έχουν να διαδραματίσουν οι θεσμοί στην εξασφάλιση οικονομικής σταθερότητας.
Αν δεν ασκηθεί άμεσα αυτοέλεγχος, και εάν δεν τεθεί το δημόσιο συμφέρον πάνω από το ιδιωτικό, τότε κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα αντιδράσει η οικονομία και οι ξένοι επενδυτές.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.