Αντί κοινωνιολόγους έχουμε καλλιτέχνες, αντί ιστορικούς έχουμε δημοσιογράφους, αντί χρονογράφους έχουμε εφημερίδες. Η ατολμία των ακαδημαϊκών κύκλων να αγγίξουν σοβαρές ερωτήσεις και να τις ερμηνεύσουν δημιούργησε ένα σοβαρό κενό στην νεότερη Ελληνική ιστορία. Τελικά, χωρίς του καλλιτέχνες και τους δημοσιογράφους, δεν υπάρχει «Ελληνική Ιστορία».
Η νεότερη ελληνική ιστορία, και ιδιαίτερα εκείνη της Κύπρου, αποτελούν ένα «επικίνδυνο» θέμα, τόσο για τους ιστορικούς, όσο και για τους φοιτητές. Η όποια συζήτηση σχετικά με τον τελευταίο αιώνα, περίπου της ιστορίας μας, ακόμα και για την Κύπρο, είναι περιορισμένη σε συναισθηματικές αναλύσεις, φορτισμένες καταγραφές και προπαγανδιστικές «πραγματείες». Ανάμεσα σ’ αυτές, ξεχωρίζουν κάποιες –κυρίως δημοσιογραφικές- προσπάθειες εξεύρεσης ντοκουμέντων, εγγράφων και αναφορών, και καταγραφής των γεγονότων.
Κάτι λείπει, όμως.
Η ιστορία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού «καταγράφηκε» από τον Βασίλη Μιχαηλίδη, ο οποίος μπορεί να αποτελεί σημαντικότατο ποιητή, όχι μόνο της κυπριακής διαλέκτου, αλλά και του ελληνισμού γενικότερα, αλλά δεν ήταν ιστορικός. Ο ήρωας της τουρκοκρατίας, ο πρωτομάρτυρας της κυπριακής πλευράς του 1821, δεν «υπάρχει» ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά μόνο ως ήρωας ενός επικού ποιήματος. Και γι αυτό δεν μπορεί να είναι καταγραμμένη όλη η αλήθεια για τον ήρωα, όπως για παράδειγμα κατά πόσον εκτελέστηκε ως διεφθαρμένος ή ως επαναστάτης. Η Ιστορία, η οποία δικαιούται να γνωρίζει, δεν έχει «ενημερωθεί» ποτέ.
Παρομοίως, η επταετία, το 1972, το 1974, αλλά και η ιστορία μεταγενέστερων γεγονότων στην ιστορία μας (διαπραγματεύσεις για το κυπριακό, σκοπιανό, αιγαίο, Ίμια, ακόμα και η ένταξη Κύπρου και Ελλάδας στην ΕΕ), δεν έχουν τύχει ποτέ σοβαρής ιστορικής ανάλυσης. Μοναδικοί «αναλυτές» είναι οι φοιτητές, που επιλέγουν, σχεδόν ανελλιπώς, να γράφουν δοκίμια για τη δική τους πατρίδα. Όσο μπορούν.
Ακόμα χειρότερα, οι (λίγοι σοβαροί) ακαδημαϊκοί αναλυτές φαίνεται πως έχουν αντικαταστήσει την επιστημονική μέθοδο και το φλέγμα με την φόρτιση και την συγκίνηση, και μάλλον γράφουν αναλύσεις που να εξυπηρετούν το συμπέρασμα αντί το αντίθετο. Ο ρόλος του ιστορικού, όμως, δεν είναι απλά να καταγράφει, αλλά να ερμηνεύει: να εφαρμόζει μία θεωρία στα δεδομένα του, να ακολουθεί μια συγκεκριμένη αναλυτική μέθοδο με σαφή κριτήρια και με βασικές παραδοχές, και να φτάνει σε ένα συμπέρασμα. Αυτή είναι η επιστημονική μέθοδος του Ιστορικού, και έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της το ότι το αποτέλεσμα δεν αφορά το άτομο που αναλύει: με τα ίδια δεδομένα, θεωρία, ανάλυση και βασικές παραδοχές, πάντοτε θα φτάνεις στο ίδιο συμπέρασμα.
Αυτό γίνεται μόνο σε ελάχιστες εξαιρέσεις και οι ιστορικοί μας λειτουργούν ως ιστοριογράφοι.
Ως κοινωνία, τόσο η κυπριακή όσο και η ελλαδική, δεν τολμά να αρπάξει την καυτή πατάτα και να την ανοίξει. Στο κενό που έχει δημιουργηθεί, μπήκαν οι καλλιτέχνες και οι δημοσιογράφοι για να αναπτύξουν τις δικές τους πραγματείες σχετικά με τον κόσμο γύρω μας.
Εάν ένας νεαρός ή μια νεαρή επιθυμεί να μάθει την πραγματικότητα για την (ένδοξη) νεότερη Ελληνική Ιστορία, θα δυσκολευτεί. Θα καταφύγει στον Νίκο Δήμου για μια κριτική στάση, στον Σαββόπουλο για μια κοινωνιολογική-καλλιτεχνική ερμηνεία ή στις εφημερίδες για μία χρονογραφική διαγραφή των όσων έγιναν. Θα καταφύγει, ακόμα, στα (πολλά) ντοκιμαντέρ που έχουν καταγράψει δηλώσεις, εικόνες και γεγονότα. Ο φόβος των ιουδαίων, και ιδιαίτερα στη Κύπρο όπου εύκολα μπορεί ένας αναλυτής να χαρακτηριστεί προδότης, μειοδότης, ανθέλληνας ή «πληρωμένος», προκαλεί μία υπόκωφη σιωπή στις βιβλιοθήκες. Η πρόσφατη ταινία του Βούλγαρη, «Ψυχή βαθιά» αποτελεί σημαντικό σταθμό, διότι είναι η πρώτη φορά που μία αξιόλογη ελληνική ταινία επιχειρεί να καταγράψει την αύρα της εποχής του εμφυλίου χωρίς να τοποθετηθεί υπέρ της μίας πλευράς ή της άλλης. Ο γράφον πιστεύει πως, άσχετα με το πόσο σημαντική είναι η ταινία –ως ταινία- δεν έχει επιτύχει η κ. Βούλγαρης την αμεροληψία που ο ίδιος αναζήτησε. Έφτασε, όμως, πιο κοντά από τον οποιονδήποτε άλλο μπορώ να σκεφτώ.
Η νεκρική σιωπή του ακαδημαϊκού κόσμου, φυσικά, δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον ακαδημαϊκό κόσμο, αφού αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο. Το φταίξιμο πέφτει σε όλους μας, διότι έχουμε δεχτεί τα συνθήματα, τις πρόσκαιρες επιτυχίες και τις πύρρειους νίκες της διπλωματίας και της εξωτερικής μας πολιτικής ωσάν να εξυπηρετούσαν τον εθνικό συμφέρον μακροπρόθεσμα.
Η μαγκιά, όμως, δεν είναι απλά να «αγαπούμε» την πατρίδα μας, αλλά να την υπηρετούμε. Η καταγραφή της ιστορίας είναι απαραίτητη, αλλά είναι μόνο το πρώτο βήμα. Η ερμηνεία –και ο διάλογος που αυτή προκαλεί- είναι η πεμπτουσία της ιστορίας. Κι όταν ένα έθνος δεν έχει ουσιαστική ιστορική βιβλιογραφία, είναι σαν να μην έχει ιστορία.