Οι φόροι να περνούν από τα «Ιωάννινα»

Το Ανώτατο έστειλε πολιτικό habeas corpus στην κυβέρνηση και έκκληση για σοβαρότητα στη Βουλή

Τον Μάρτιο του 1994, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντιμέτωποι με την ανάγκη να βρουν ένα λειτουργικό τρόπο λήψης αποφάσεων που να προστατεύει τη μειοψηφία, κατέληξαν στον «συμβιβασμό των Ιωαννίνων»: Εάν η σταθμισμένη πλειοψηφία του Συμβουλίου δεν είναι «άνετη», τότε θα επιχειρείται, «για ένα λογικό χρονικό διάστημα», η επίτευξη συμβιβαστικής λύσης που να πείθει κάποιους από τους διαφωνούντες.

Από την αρχή των μοντέρνων κρατών, το 1555 και το 1648, υπάρχει μία διαχρονική ένταση μεταξύ των εξουσιών. Ο έλεγχος «του σπαθιού» και «του πουγκιού» αποτέλεσαν, διαχρονικά, τα δύο κέντρα βάρους στην εσωτερική κυριαρχία των κρατών. Μάλιστα, η ένταση αυτή είχε φτάσει στο απόγειό της και πολύ ενωρίτερα στην Αγγλία, όπου το 1215 η Magna Carta αποτέλεσε μια ενδιάμεση αλλά μακρόβια λύση. Μέσα στους αιώνες, διάφορες πολιτείες επέλεξαν διαφορετικούς θεσμικούς τρόπους για να συμφιλιώσουν τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας με τα δικαιώματα της νομοθετικής.

Η Κυπριακή Δημοκρατία βίωνε από την αρχή τη λειτουργία ενός αμήχανου – αλλά βαθιά «προεδρικού» – πολιτεύματος. Ιδίως μετά το 1964, όταν ο «δικοινοτικός» έλεγχος των εξουσιών εξέπεσε, η Βουλή υποβιβάστηκε σε ένα ρόλο που συχνά θύμιζε τα αποτυχημένα «debate club»-κοινοβούλια του 1848.

Την περασμένη εβδομάδα, η ισορροπία μεταξύ των Εξουσιών στην Κύπρο ανατράπηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έκρινε ότι η Βουλή έχει το δικαίωμα να ψηφίζει νομοθετήματα με τα οποία να μειώνονται τα έσοδα του κράτους. Οι θεσμικές αλλαγές που προκύπτουν είναι εκτενείς, αφού η Βουλή αποκτά πλέον την ικανότητα να αποφασίζει με τρόπο άμεσο για τις δημοσιονομικές ισορροπίες στον προϋπολογισμό.

Με την απόφαση, θεωρητικά εξασφαλίζεται κάποιος έλεγχος στην εκτελεστική εξουσία, η οποία δεν μπορεί πλέον να δρα χωρίς κανένα περιορισμό όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική. Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή, πολιτικοί σχολιαστές υποστήριξαν ότι η απόφαση αποτελεί ένα βήμα προς το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και μακριά από το προεδρικό. Η κυβέρνηση είναι πλέον άμεσα υπόλογη για τη δημοσιονομική της πολιτική και διαφωνούσες πολιτικές δυνάμεις έχουν την ικανότητα να ανατρέψουν τον δημοσιονομικό σχεδιασμό, να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές με δική τους πρωτοβουλία και να κάνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις στον κυβερνητικό σχεδιασμό, αντί απλά να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν αποφάσεις του Υπουργικού. Ως θέμα αρχής, δεν μπορεί να θεωρηθεί, prima facie, ανεπιθύμητος ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, που, όσον αφορά στην οικονομία, παρέμενε μέχρι την περασμένη εβδομάδα χωρίς πραγματικούς περιορισμούς.

Ωστόσο, η απουσία ουσιαστικής ευθύνης από πλευράς της Βουλής έχει εμπεδώσει, εδώ και χρόνια, μία κουλτούρα ανευθυνότητας. Οι αντιδράσεις, οι εκκλήσεις για μείωση των φόρων, οι εκδηλώσεις οργής για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την εισοδηματική της πολιτική, γίνονταν εκ του ασφαλούς, κάτι που δεν ισχύει πια. Υπάρχει ο κίνδυνος, εάν δεν αλλάξει η νοοτροπία που επικρατεί στη Βουλή, η οικονομία να πέσει θύμα ευκαιριακών συμμαχιών που να πέφτουν στην παγίδα του λαϊκισμού, η οποία τίθεται ενώπιον των βουλευτών από το ίδιο το σύστημα – τόσο το πολιτικό και πολιτειακό, όσο και το κοινωνικό.

Με τη νέα εξουσία που έχει αποκτήσει το σώμα, είναι φανερό ότι θα πρέπει να αποφευχθούν κινήσεις που να αποσκοπούν στην πολιτική ομηρία της εκάστοτε κυβέρνησης, αντί στη διόρθωση των λαθών της. Υπάρχουν, φυσικά, αρκετοί υπεύθυνοι βουλευτές, οι οποίοι, όμως, δεν θα μπορούν πάντοτε να ελέγχουν κινήσεις εκτός της δικής τους παράταξης. Με αυτή τη διαπίστωση, ίσως να χρειαστεί, τελικά, κάποιο μέσο με το οποίο και η Βουλή, ως σώμα, να περιορίζεται στην ελευθερία με την οποία κινείται όσον αφορά σε ένα «τεχνοκρατικό» τομέα πολιτικής όπου λίγοι από τους βουλευτές κατέχουν ουσιαστική γνώση και αντίληψη του αντικειμένου. Η πολιτική, όμως, ξεπερνά τον νομοτυπικό περιορισμό. Υπάρχουν για αυτό πολλά παραδείγματα, αλλά και αναλύσεις (όπως του Max Weber). Ακόμα και εάν δεν υπάρχει «καθαρό» νομικό μέσο περιορισμού, πρέπει να αναζητηθεί ένας τρόπος για να περιοριστεί η άσκηση του δικαιώματος. Εάν, για παράδειγμα, επιβαλλόταν, άτυπα, μία «ειδική πλειοψηφία», με την οποία, κάτω από μία «συμφωνία κυρίων», να απαιτούνται π.χ. 65% των ψήφων ή η στήριξη από πέραν των δύο κομμάτων, ίσως να εξασφαλιστεί και η σοβαρότητα του σώματος σε μία νεοαποκτηθείσα εξουσία.

Το παράδειγμα του Συμβιβασμού των Ιωαννίνων μπορεί να αποτελέσει, εάν υπάρχει η ωριμότητα στη Βουλή, ένα μοντέλο. Μάλιστα, ο Συμβιβασμός του 1994, που καταργήθηκε εννέα χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη της Νίκαιας, σήμερα επανέρχεται, σταδιακά, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας: Ένα «μοντέρνο» πρόβλημα λύθηκε με μία μεταμοντέρνα λύση, και ίσως το ίδιο να πρέπει να αναζητηθεί και στη Βουλή.

Εάν γίνει αυτό, τότε μπορεί η Βουλή να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά ως επόπτης – και «διορθωτής» – της οικονομικής πολιτικής της κάθε κυβέρνησης και να καταστήσει – όπως ειπώθηκε – πιο ουσιαστικές τις προεκλογικές συμφωνίες συνεργασίας.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.