Πριν από μερικούς μήνες, η στήλη είχε γράψει ότι η Κύπρος περνά σήμερα μία από τις πιο ενδιαφέρουσές της στιγμές. Η κοινωνία, αντιμέτωπη με στεγανά που κληροδοτήθηκαν από παλαιότερες γενιές αλλά εκδηλώνονται με νέους τρόπους, αντιδρά και αναζητά φρέσκιες εκφράσεις αντίστασης. Άλλοτε καθαρά κοινωνικά, άλλοτε πολιτιστικά και καλλιτεχνικά, τα ρεύματα αντίδρασης είναι, σε αντίθεση με το παρελθόν, εποικοδομητικά. Υπήρξαν ακόμα και πολιτικές εκφάνσεις αυτού του φαινομένου. Η κίνηση Alert, νέα περιοδικά και ιστοσελίδες, ακόμα και καλλιτεχνικά ρεύματα, καθώς και η ανάκαμψη της ροκ σκηνής ανάμεσα στους έφηβους, καταδεικνύουν ότι υπάρχει σπόρος για κοινωνική πρόοδο.
Με λύπη παρατηρούμε, όμως, ότι σε αυτή την avant-garde εποχή, όπου αναπόφευκτα κυριαρχεί το (συνήθως αποτυχημένο, αλλά χρήσιμο) «πειραματικό» ρεύμα, υπάρχουν και στεγανά ανάμεσα σε εκείνους που πρώτοι έχουν το κοινωνικό ένταλμα να λειτουργήσουν ως σκαπανείς.
Η Ένωση Σκηνοθετών Κύπρου οργανώνει, από τις 4 μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, το 1ο Φεστιβάλ Ταινιών Κυπρίων Σκηνοθετών, στο οποίο θα προβληθούν 18 ταινίες. Ως εδώ καλά. Ο γράφων δεν έχει παρακολουθήσει όλες τις ταινίες και δεν έχει, επομένως, ιδίαν άποψη για αυτές. Ωστόσο, οι περιλήψεις των ταινιών του φεστιβάλ διαβάζονται ως παλαιοκρατικά, γραφικά και (το κυριότερο) αναποτελεσματικά προπαγανδιστικά κειμενάκια.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως το πρώτο φεστιβάλ Κυπρίων σκηνοθετών έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, εστιάζεται – και πάλι – στην εισβολή. Δεύτερο, οι πλείστες από τις «καλές» ταινίες είναι παλιές.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι αρνητικό, όχι διότι το αντικείμενο δεν αξίζει να προβληθεί, αλλά διότι διερωτάται κανείς γιατί προβάλλεται σήμερα. Οι «παλιές» ταινίες και ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκαν όταν ακόμα τα βιώματα του 1974 ήταν νωπά, εξυπηρετούσαν κάποιους σκοπούς. Ήταν ένα αξιόπιστο μέσο καταγραφής των συνθηκών και γεγονότων, ήταν ένα μέσο εξερεύνησης των βαθύτερων ερωτημάτων και συναισθημάτων που γεννήθηκαν από τα γεγονότα, ήταν ακόμα ένα μέσο κάθαρσης, ατομικά και συλλογικά. Η «προπαγανδιστική» τους αξία προέκυπτε από το γεγονός ότι, ως έργα, δεν έπεφταν στην ίδια κατηγορία με εκείνα της Leni Riefenstahl, και γι’ αυτό είναι πειστικά ως προς τα δίκαια του λαού μας. Σήμερα, τα επίμαχα θέματα δεν μπορούν να αφορούν τόσο το 1974, όσο τα αποτελέσματά του, τις σημερινές συνθήκες, τα βαθύτερα εθνικά, φιλοσοφικά και ανθρώπινα ερωτήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Από ό,τι φαίνεται, αυτά τα ερωτήματα (που πρώτοι καλλιτέχνες όπως τους σκηνοθέτες οφείλουν να θέτουν ενώπιον της κοινωνίας) απουσιάζουν από το φεστιβάλ, το οποίο προτίμησε να δείξει 18 παλαιές και νέες ταινίες, παρά να εστιάσει την προσοχή του στο παρόν και στα επίπονα διλήμματα της κοινωνίας.
Δεύτερο, διερωτάται κανείς γιατί προβάλλεται σήμερα ο «Βιασμός της Αφροδίτης». Η ταινία είναι εξαιρετική, αλλά, στα πλαίσια ενός σημερινού φεστιβάλ, τίθεται το ερώτημα: Δεν υπάρχουν πιο πρόσφατες ταινίες; Δυστυχώς φαίνεται ότι η απάντηση είναι όχι. Το ίδιο ισχύει και για το «Δρόμοι και πορτοκάλια», το οποίο ο γράφων θεωρεί εξαίρετο εγχείρημα υπό τις συνθήκες. Αξίζει να προβάλλονται αυτές οι δημιουργίες, όχι όμως και να αποτελούν τον πόλο έλξης ενός φεστιβάλ που διοργανώνεται στο τέλος του 2009. Εξάλλου, εάν δεν υπάρχει αρκετή παραγωγή για να δικαιολογήσει ένα φεστιβάλ, τότε γιατί τίθεται ως θέμα το «πραξικόπημα/εισβολή/κατοχή/προφυγιά» αντί για παράδειγμα «τα μεγάλα διλήμματα της ημικατεχόμενης Κύπρου»;
Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί και κάτι άλλο. Από τη μια, υπάρχουν εξαίρετες αλλά παλαιές ταινίες, και από την άλλη προπαγανδογραφήματα. Αξιόλογες προσπάθειες νέων σκηνοθετών, οι οποίες, αν και λίγες στον αριθμό, έχουν πολλά να πουν, δυστυχώς φαίνεται ότι θα αντιμετωπιστούν ως δεύτερης κατηγορίας έργα.