Όταν χτύπησε το τσουνάμι της Ασίας στις 26 Δεκεμβρίου 2004, άφησε 232.866 νεκρούς. Μεταξύ αυτών ήταν και 43.000 αγνοούμενοι που εξαφανίστηκαν χωρίς κανένα ίχνος. Το φαινόμενο ήταν πραγματικά παγκόσμιο: Το τσουνάμι που προκλήθηκε από σεισμό που έγινε στη Σουμάτρα της Ινδονησίας, προκάλεσε θανάτους, τραυματισμούς και ζημιές από την Κίνα μέχρι και τη Σομαλία. Στην Αλάσκα προκλήθηκε σεισμική δόνηση, την οποία οι σεισμολόγοι αποδίδουν στην τεράστια ενέργεια που απελευθέρωσε ο σεισμός της Σουμάτρας, ο οποίος αποτελούσε την παγκοσμιοποίηση των τοπικών καταστροφών.
Ωστόσο, συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο και σε ένα μικρό νησί της Ανατολικής Μεσογείου: Με το πένθος που κτύπησε χιλιάδες προσωρινούς εργάτες στην Κύπρο (Φιλιππινέζους, Ινδούς, Σριλανκέζους κ.ο.κ), οι μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας αποφάσισαν αμέσως να ακυρώσουν τις γιορτινές εκδηλώσεις για το νέο έτος.
Η κίνηση αυτή τιμά φυσικά την Κύπρο. Ωστόσο, πέρα από ένδειξη ανθρωπισμού, η αναβολή των εκδηλώσεων ήταν και απότοκο του εύρους στο οποίο η κυπριακή κοινωνία μπήκε πια, στην αγκαλιά της παγκοσμιοποίησης. Ένας σεισμός που έγινε πάνω από 810.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Λευκωσία, οδήγησε σε αναβολή των εκδηλώσεων στην κυπριακή πρωτεύουσα.
Μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή το 1982 ο Milton Friedman, είπε μία ιστορία που έμεινε ως η πιο εύχρηστη μεταφορά για την παγκόσμια οικονομία. «Κανένας δεν γνωρίζει πώς να φτιάξει ένα μολύβι», είπε. Το μολύβι, για να φτιαχτεί, χρειάζεται αμερικάνικο σφεντάμι από το Όρεγκον, γραφίτη από τη Νότιο Αμερική και καουτσούκ από τη Μαλαισία (όπου εισήχθη το δέντρο του καουτσούκ από Άγγλους βοτανολόγους). Αυτά θα φορτωθούν σε κινεζικό πλοίο, με πλήρωμα από Αργεντινούς και Σομαλούς, που το διαχειρίζεται εταιρεία με έδρα το Αμβούργο και κεντρικά γραφεία στη Λεμεσό και θα καταλήξουν σε ένα εργοστάσιο στη Νότια Γαλλία. Εκεί, εργάτες θα χρησιμοποιήσουν γερμανικά μηχανήματα και νορβηγικό πετρέλαιο, για να σμίξουν τον γραφίτη με άργιλο και θα μετατρέψουν τα υλικά σε μολύβι.
Μετά από μια άλλη Οδύσσεια, το φορτίο θα καταλήξει σε Κύπριους μαθητές στο σχολείο κάποιου απόμερου χωριού της ορεινής Πάφου, όπου ο επόμενος πρωτεύσας των Εισαγωγικών Εξετάσεων θα το χρησιμοποιήσει (με ινδονησιακό χαρτί και αμερικανικό υπολογιστή), για να λύσει ασκήσεις μαθηματικών.
Δεν υπάρχει ένας άνθρωπος, σε ένα κεντρικό γραφείο, που να έδωσε εντολή σε κανένα από αυτά τα κέντρα πόση ξυλεία, καουτσούκ ή γραφίτη να παράγουν. Αυτό το έκανε η αγορά μόνη της ως διά μαγείας. Ένας άνθρωπος μόνος του μπορεί να γνωρίζει πώς να παράγει ένα μέρος του προϊόντος ή να κάνει μία από τις σχετικές διαδικασίες. Αλλά δεν μπορεί να διαχειριστεί ολόκληρη αυτήν τη διαδικασία: Κανείς δεν ξέρει πώς να φτιάξει ένα μολύβι.
Όταν ένα προϊόν τόσο απλό παράγεται με μία τόσο πολύπλοκη διαδικασία, πόσο μάλλον η στήριξη ολόκληρης της οικονομίας. Σήμερα κοιτάζουμε με αγωνία τα στοιχεία και τα νούμερα, με την ελπίδα ότι θα εντοπίσουμε σημάδια ανάκαμψης στη Μεγάλη Βρετανία, για να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε, του χρόνου, επισκέπτες. Η εξάρτησή μας από ξένες αγορές είναι απόλυτη, τόσο όσον αφορά τη συνολική ζήτηση της οικονομίας όσο και τη χρηματοδότηση του εμπορικού μας ισοζυγίου, που πέρσι προσέγγισε το 19% του ΑΕΠ.
Είναι, επομένως, τουλάχιστον περίεργο να αντιμετωπίζονται οι μετανάστες (οικονομικοί και άλλοι) με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται στην Κύπρο, ως εκ φύσεως εγκληματίες που συλλαμβάνονται μαζικά και προκαλούν μόνο προβλήματα (εκτός και εάν μας καθαρίζουν το σπίτι). Από τις «σκούπες» της Αστυνομίας γλυτώνουν οι εγκληματίες και ταλαιπωρούνται οι αθώοι. Εκτός από κάποιους μικροπαραβάτες που τσακώνονται, το μόνο αποτέλεσμα είναι η «τόνωση» του αισθήματος ότι οι ξένοι είναι ανεπιθύμητοι.
Τα κυπριακά προϊόντα και οι υπηρεσίες σημειώνουν συνεχή αύξηση στις δαπάνες παραγωγής, αλλά και στις τιμές, παρά τη συνεχιζόμενη μείωση των τιμών στα εισαγόμενα αγαθά. Χωρίς τους μετανάστες, η διάβρωση της ανταγωνιστικότητάς μας θα ήταν ακόμα πιο έντονη, αφού αυτοί συγκρατούν τις τιμές παραγωγού. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση άλλοθι για την παράνομη απασχόληση, είτε πρόκειται για αλλοδαπούς είτε για οποιονδήποτε άλλο, ούτε δικαιολογεί την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Αντίθετα, μόνο καλό κάνουν τα μέτρα που λαμβάνει η υπουργός Εργασίας. Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτοί οι ξένοι μάς έχουν στηρίξει οικονομικά και πως συνεχίζουν να μας στηρίζουν.
Ακόμα, η μαζική είσοδος μεταναστών θα αποτελέσει το μόνο μέσο για να διασωθεί το κοινωνικό κράτος, με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού, η οποία θα αυξήσει κατακόρυφα τον λόγο συνταξιούχων προς εργαζόμενους μέσα στα επόμενα 40 χρόνια. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) δεν είναι βιώσιμο, αν και η ζωή του έχει παραταθεί κάπως από την αύξηση των εισφορών. Μοναδικές ελπίδες είναι, πλέον, η αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων του ΤΚΑ και οι εισφορές των ξένων εργαζομένων, με μοναδική τρίτη ελπίδα τη διορθωτική μείωση στις συντάξεις του Δημοσίου, που αποτελούν και κοινωνική αδικία, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αυτό ακριβώς οφείλει κανείς να το θυμάται, όταν βγαίνει βόλτα στην παγκοσμιοποιημένη Παλιά Λευκωσία, κοντά σε αυτούς τους «μαύρους» που «μας κατεβήκαν».