Με αντικειμενικό σκοπό την αποτυχία

Την περασμένη Τετάρτη η Κομισιόν έδωσε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά της για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η σχετική έκθεση του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας προβλέπει τριπλασιασμό των δαπανών για την έρευνα μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η προσπάθεια καθόλου άσχετη δεν είναι ούτε με τη σημερινή οικονομική κρίση ούτε με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μάς έχουν ξεπεράσει στο επίπεδο τεχνολογίας ούτε ακόμα και με την ανάγκη να ληφθούν πιο απτά μέτρα για τις κλιματικές αλλαγές.

Ιστορικοί οικονομολόγοι, όπως ο Γάλλος Ζακ Ατταλί, ο Άλμπερτ Χίρσαμ και ο νομπελίστας Ντάγκλας Νόρθ, έχουν αποδείξει ότι κάθε φορά που επιτυγχάνεται μία ανακάλυψη, αυτό οφείλεται σε μία σειρά από διαρθρωτικά φαινόμενα μέσα στην οικονομία. Πρώτον, υπάρχει συσσώρευση γνώσης, η οποία πρέπει να φτάσει σε μία κριτική μάζα και να «διανεμηθεί» σε ένα μέρος της κοινωνίας ή τουλάχιστον σε έναν επιστημονικό κύκλο. Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει σύζευξη της γνώσης με την τεχνολογία, δηλαδή μεταφορά από τη βασική ερευνητική επιστήμη στην εφαρμοζόμενη. Τέλος, πρέπει να υπάρξει ένας κινητήριος μοχλός (ο Νορθ αναφέρεται σε μεταβολή των σχετικών τιμών και του κόστους συναλλαγής) που να λειτουργεί ως κίνητρο για δοκιμές και έρευνες για την προώθηση των ανακαλύψεων. Το τελευταίο στάδιο είναι η εξάπλωση της ανακάλυψης στην κοινωνία, όπως έγινε στο βικτωριανό Ηνωμένο Βασίλειο, με τη βιομηχανική επανάσταση.

Ο κύκλος αυτός μπορεί φυσικά να αντικατασταθεί και με μία σοβαρή πολιτική εισαγωγής τεχνογνωσίας, όπως έπραξε για παράδειγμα η Ιαπωνία στην περίοδο της Παλινόρθωσης (δυναστεία των Meijii), στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η Ιαπωνία ακολούθησε αυτήν την πολιτική με ζήλο και κατάφερε να μεταμορφωθεί σε μοντέρνα υπερδύναμη μέσα σε 40 περίπου χρόνια. Η μεταμόρφωση μάλιστα κορυφώθηκε θριαμβευτικά, με την καταστροφή του ρωσικού στόλου το 1905 στο Πορτ Άρθουρ.

Η βελτίωση των παραγωγικών ικανοτήτων μίας κοινωνίας αποτελεί τη βάση για πρόοδο. Στη μακρά ιστορία όχι μόνο της ηπείρου μας, αλλά και του είδους μας, μικρές αλλά σημαντικές ανακαλύψεις αποτέλεσαν βασικούς λόγους για την αλλαγή στον ρου της ιστορίας. Άλλες ήταν θεωρητικά μικρές, όπως το σφυρί ή το χαλινάρι. Άλλες, πιο μεγάλες, όπως τις επαναστατικές μεθόδους του φον Μόλτκε, που κατέστησαν την πρωσική υπεροχή δυνατή στους πολέμους του Βίσμαρκ. Άλλες, ακόμα, κοσμογονικές, όπως τον τύπο του Γουτεμβέργιου και την άλγεβρα της μουσουλμανικής convivencia στην Αλχάμπρα της Ισπανίας, που γέννησαν την Αναγέννηση. Πιο πρόσφατα παραδείγματα, όπως οι υπολογιστές ή – ίσως το πιο ορατό από τα πιο πρόσφατα – το εμβόλιο κατά της γρίπης των χοίρων, μόνο τυχαία δεν προέκυψαν.

Στην Κύπρο δεν υπάρχει καμία από τις πιο πάνω συνθήκες, για να ικανοποιηθεί ο στόχος να καταστεί η οικονομία πιο ανταγωνιστική και η γνώση πιο διαδεδομένη. Η εξάρτηση της οικονομίας από τις ξένες επενδύσεις έχει αντικαταστήσει αυτές τις ανάγκες με την παρεμφερή εισαγωγή τεχνογνωσίας από ξένες εταιρείες με φυσική παρουσία στην Κύπρο.

Την ίδια στιγμή, όμως, που ανακοινώνονται νέα μέτρα για την (έστω και καθυστερημένη) υλοποίηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας, η Κύπρος όχι μόνο μένει πίσω, αλλά εγκαταλείπει και την προσπάθεια. Η αρχή έγινε με το Εθνικό Μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία δήλωσε ρητά ότι ο στόχος της αύξησης των δαπανών για την έρευνα και ανάπτυξη στο 3% του ΑΕΠ «είναι άσχετος με την πραγματικότητα στην Κύπρο». Αν ο στόχος αυτός αναβαλλόταν προσωρινά, λόγω της κρίσης, αυτό θα ήταν ένα πράγμα. Ωστόσο, η απόρριψη του στόχου έγινε πολύ πριν από την κρίση και εν καιρώ πλεονασμάτων.

Η δήλωση του υπουργού Παιδείας, ότι ο στόχος να καταστεί η Κύπρος περιφερειακό κέντρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και γνώσης είναι «φαντασίωση», αποτελεί την τελευταία πράξη σε μία παράσταση αυτοκαταστροφής. Όταν μία μικρή, ανοικτή οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες απορρίπτει τέτοιους στόχους, καθιστά εαυτόν λεία για πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του εξωτερικού.

Μάλιστα, το θέμα των διδάκτρων έχει καταστεί δευτερεύον, με τη δήλωση του υπουργού. Εάν τα δίδακτρα προκαλούν προβλήματα στους σημερινούς φοιτητές και μειώνουν την ισότητα, η εγκατάλειψη της γνώσης ως στόχου υποθηκεύει το μέλλον όχι μόνο των σημερινών φοιτητών, αλλά και των μελλοντικών γενεών. Η προσπάθεια της Ευρώπης να καταστεί η πιο ανταγωνιστική και δυναμική κοινωνία της γνώσης αφήνει δύο επιλογές στα κράτη-μέλη: Να ακολουθήσουν (αν και όλοι καθυστερούν) ή να μείνουν πίσω. Η αποτυχία του στόχου, όμως, ισοδυναμεί με υποχώρηση. Ακόμα, οι κοινωνικές προεκτάσεις της κοινωνίας της γνώσης, όσον αφορά την ισότητα των φύλων, των τάξεων και των γενεών, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την κυβέρνηση.

Η σημερινή κρίση, με την πιστωτική στενότητα, την ανεργία και την ύφεση, όσο επώδυνη κι αν είναι, κάποτε θα περάσει. Η υποχώρηση, όμως, της ανταγωνιστικότητάς μας θα είναι μόνιμη. Από τη στιγμή που ο υπουργός Παιδείας απέρριψε το βασικότερο όραμα που οφείλει να υλοποιήσει, έχει καταστεί δύναμη οπισθοδρόμησης και αταβισμού, που φέρνει ξανά παθογένειες του παρελθόντος και δεν μπορεί να ανήκει σε μία κυβέρνηση που θέλει να θεωρείται προοδευτική.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.