Εμπιστοσύνη ή ψυχίατρο θέλει η οικονομία

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι προσδοκίες που δημιουργούνται στην αγορά, σε μεγάλο βαθμό κατευθύνουν τις οικονομικές αποφάσεις των παικτών της οικονομίας. Στον χώρο της πολιτικής οικονομίας, πριν ακόμα το τέλος του 19ου αιώνα, άρχισε να διαφαίνεται η επίδραση μορφών όπως του Freud, του Jung και ακόμα και του Nietzsche, οι οποίοι έθεσαν υπό αμφισβήτηση την υπόθεση ότι ο λογικός οικονομικός άνθρωπος, ο «Homo Economicus» λειτουργεί με τον απλοϊκό τρόπο που υπέθεταν οι κλασσικοί οικονομολόγοι. Η πρώτη φορά που ο ρόλος της ψυχολογίας εισήχθηκε στην οικονομική θεωρία με τρόπο απτό, ήταν όταν, το 1930, ο Keynes ανέλυσε τις προτιμήσεις ρευστότητας στην αγορά, ανατρέποντας πολλές από τις βασικές παραδοχές στις οποίες βασιζόταν η κλασσική και η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Τριάντα χρόνια αργότερα, ένας λιγότερο γνωστός οικονομολόγος, ο John Muth ανέπτυξε την θεωρία περί λογικών προσδοκιών (rational expectations theory), με την οποία στράφηκε πίσω στην κλασική υπόθεση ότι ο Homo Economicus λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, που η κάθε του απόφαση προσβλέπει στην μεγιστοποίηση του οικονομικού του οφέλους.
Η υπόθεση ότι η Λογική κατευθύνει τις οικονομικές αποφάσεις των παικτών της οικονομίας, φυσιολογικά οδήγησε και στην διαπίστωση ότι οι προσδοκίες αποτελούν σημαντική παράμετρο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία. Απλό παράδειγμα είναι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες: όταν η αγορά αναμένει ότι θα καταρρεύσει ένα νόμισμα, το εγκαταλείπουν μαζικά, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσουν την «προφητεία» που φοβούνταν, και να οδηγήσουν το νόμισμα σε υποτίμηση.
Εξίσου φυσιολογικά, οι απανταχού Υπουργοί Οικονομικών υιοθέτησαν την υπόθεση ότι η στήριξη της ψυχολογίας της αγοράς αποτελεί σημαντικό μέρος της ευθύνης τους. Η υπόθεση ήταν, και παραμένει, πως η θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας, τονώνουν την διάθεση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε οικονομικά «ανοίγματα», γεγονός που ενισχύει την συνολική ζήτηση στην αγορά και τονώνει την οικονομία. Ακόμα και Κεντρικοί Τραπεζίτες, όπως τους Paul Volcker και Alan Greenspan, πρώην διοικητές του Fed, ακολούθησαν αυτή την λογική.
Κάτι παρόμοιο συνέβηκε πρόσφατα και στην Κύπρο, όταν ο υπουργός οικονομικών τόνισε σε δημοσιογράφους ότι η κακή εικόνα που δημιουργεί η αντιπολίτευση, έχει οδηγήσει σε «κούμπωμα» της κατανάλωσης. Μάλιστα, ο κ. Σταυράκης τόνισε ότι, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν, η κατανάλωση μειώθηκε, γεγονός που, κατά τον υπουργό, αποδεικνύει ότι η ψυχολογία της αγοράς έχει διαδραματίσει πιο μεγάλο ρόλο από τις αληθινές συνθήκες της οικονομίας. Παρόμοια πολιτική έχουν ακολουθήσει και οι Υπουργοί Οικονομίας στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, αλλά και αλλού.
Ωστόσο, πίσω από την βασική αυτή υπόθεση των απανταχού υπουργών οικονομικών, υπάρχει και μία άλλη λογική για τον ρόλο του κράτους στην οικονομία. Πέρα από την εγγύηση της τήρησης των συμβολαίων, την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και την εγκαθίδρυση του κράτους δικαίου, το κράτος διαδραματίζει, ακόμα, ένα σημαντικό ρόλο. Ως κυρίαρχος της γεωγραφικής του περιοχής και ως κάτοχος μιας σειράς μονοπωλιακών δικαιωμάτων, το κράτος κατευθύνει την πορεία των αγορών. Αυτό συμβαίνει και στις πιο ελεύθερες οικονομίες, όπου οι επιχειρηματίες και τα νοικοκυριά έχουν την ψυχολογική ανάγκη να γνωρίζουν ότι το κράτος μπορεί να ελέγξει την όποια δυσκολία μπορεί να προκύψει.
Με αυτό το δεδομένο, οι αγορές προσβλέπουν στο κράτος, όπως αυτό εκφράζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, για την επιβολή των όρων του παιγνιδιού και την εγγύηση της δημοσιονομικής ευρωστίας. Πολύ συχνά, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν ένα κλίμα απαισιοδοξίας, οι αρμόδιοι καταφεύγουν σε υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις, ακόμα και όταν γνωρίζουν ότι δεν θα επαληθευτούν. Αποτέλεσμα είναι να προστατέψουν μεν την ψυχολογία της αγοράς και την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, αλλά να δοθεί η εντύπωση ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λειτουργεί η αγορά, αφού οι προβλέψεις τους αποδεικνύονται λανθασμένες.
Στην προσπάθειά τους να τονώσουν την ψυχολογία της αγοράς, πολλές φορές οι Υπουργοί Οικονομικών ξεχνούν ότι και οι προβλέψεις των ιδίων κρίνονται, και πως επηρεάζουν σημαντικά τις εκτιμήσεις των παικτών της οικονομίας. Το δίλημμα ενώπιων των Υπουργών, είναι μεταξύ της αισιοδοξίας και της εγκυρότητας.
Ενώ η επιλογή της αισιοδοξίας είναι πολιτικά «εύκολη» και οικονομικά βοηθητική στο βραχύ διάστημα, η απώλεια της εγκυρότητας λόγω των συνεχών λανθασμένων εκτιμήσεων και προβλέψεων, την καθιστά επιζήμια μακροπρόθεσμα. Και είναι επιζήμια, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για την ίδια την κυβέρνηση.
Αντίθετα, όταν οι έχοντες την ευθύνη για την πορεία της οικονομίας επιλέξουν να δώσουν ρεαλιστικά μηνύματα στην αγορά, έχουν το κόστος της βραχυπρόθεσμης «αγωνίας» που προκαλούν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αλλά απολαμβάνουν μακροπρόθεσμα την εικόνα ενός καραβοκύρη που μπορεί μεν να παραδέχεται ότι η μπόρα είναι πολύ επικίνδυνη, αλλά τουλάχιστον πείθει ότι ξέρει τι κάνει.
Πέρα από τα θετικά μηνύματα για την αγορά, οι οικονομικοί παίκτες –ακόμα και οι πιο νεοφιλελεύθεροι- χρειάζονται ψυχολογική στήριξη. Με βάση και την κυπριακή εμπειρία των τελευταίων 12 μηνών, τίποτα δε φαίνεται να μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερο μετά-τραυματικό στρες στην αγορά, από την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν υπεύθυνοι ικανοί να καθοδηγήσουν την κατάσταση. Αντί, λοιπόν, να επιμένουν οι καπετάνιοι της οικονομίας ότι δεν υπάρχει μπόρα, είναι πιο σημαντικό να διαμηνύσουν πειστικά ότι μπορούν να την διαχειριστούν.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.