Μόνο η στήριξη των μικρομεσαίων μπορεί να αυξήσει την απασχόληση
Το 1981 το προεκλογικό πρόγραμμα του Φρανσουά Μιττεράντ συμπεριλάμβανε και την πρόταση να περιοριστεί ο χρόνος εργασίας στις 35 ώρες ανά εβδομάδα. Η λογική πίσω από την πρόταση, πέρα από την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, ήταν πως, με πιο σύντομο χρόνο εργασίας ανά υπάλληλο, οι επιχειρήσεις θα αναγκάζονταν να απασχολήσουν περισσότερα άτομα για να διεκπεραιώσουν την ίδια εργασία.
Έτσι η μείωση του ωραρίου εργασίας θα οδηγούσε στην μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης. Τελικά, η πρόταση του 1981 υιοθετήθηκε το 2000, και οι Γάλλοι περίμεναν, σχεδόν με κομμένη την ανάσα, για να δουν μείωση της ανεργίας που ήταν μάστιγα για την χώρα.
Τελικά, το μέτρο άντεξε μόνο οκτώ χρόνια, και χαρακτηρίστηκε ως «βρεγμένο βεγγαλικό» («pétard mouillé») που τελικά δεν εκρήγνυται. Ο Νικολά Σαρκοζί εξασφάλισε αναίρεση των βασικότερων όρων του νόμου τον Ιούλιο του 2008. Ούτε την ανεργία είχε μειώσει το μέτρο, ούτε πιο ευτυχείς ήταν οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με ακαδημαϊκές αναλύσεις.
Πρόσφατα, και μετά από μήνες επαναλήψεων ότι η ανεργία θα συγκρατηθεί στην Κύπρο, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε τρίτο κύκλο «μέτρων» κατά της ανεργίας. Τα μέτρα εστιάζονται (ξανά) στην πάταξη της παράνομης απασχόλησης και την παροχή κινήτρων στους ξενοδόχους για να διατηρήσουν την απασχόληση, ενώ μέτρα λαμβάνονται και για «πάταξη» του φαινομένου των οικιακών βοηθών.
Η πάταξη της παράνομης και αδήλωτης απασχόλησης, υπόσχεται, μεσοπρόθεσμα, να συμβάλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της διάβρωσης των όρων εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και της ασφάλειας. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν αποτελεί «μέτρο της κυβέρνησης», αλλά υλοποίηση υποχρέωσής της απέναντι στην Ε.Ε., όπου πέρασε σχετική Οδηγία. Η Οδηγία μπορεί να μειώσει την ανεργία σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, όπως την Αλσατία και την Σάαρλαντ, όπου οι συνθήκες προσφοράς στην αγορά εργασίας σχετίζονται με την δημογραφική κατάσταση, αλλά στην Κύπρο είναι μάλλον άσχετη με την ανεργία. Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη προσφορά στην αγορά που να ικανοποιεί τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε περίπτωση φυγής των παράνομων εργατών. Η προσπάθεια να αντικατασταθούν οι παράνομοι εργάτες με κύπριους, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα πέσει στο κενό. Μία πιο σοβαρή λύση θα ήταν να ρυθμιστούν οι κανονισμοί που αφορούν την απασχόληση ατόμων από τρίτες χώρες, που βρίσκονται νόμιμα στην Κύπρο, αλλά απασχολούνται παράνομα. Παράδειγμα αποτελούν οι ξένοι φοιτητές και οι αιτητές ασύλου, μία διαπίστωση που έγινε από το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας στα πλαίσια των συνεδριάσεων της Εθνικής Επιτροπής Απασχόλησης. Ακόμα, σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για κοινοτικούς και όχι για παράνομους μετανάστες, σύμφωνα με τις ίδιες διαπιστώσεις του Υπουργείου Εργασίας.
Επιπλέον, η προσπάθεια να δοθούν κίνητρα στους ξενοδόχους για διατήρηση της απασχόλησης κατά τους χειμερινούς μήνες, θυμίζει τον ιατρό που αντί για την σφαίρα στο στομάχι του ασθενούς του, ανησυχεί για τον βήχα. Τη στιγμή που το τουριστικό προϊόν είναι φτωχής ποιότητας και που η εποχικότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του τομέα, τα κίνητρα είναι μάλλον άσκοπα. Με δεδομένα τα εποχιακά χαρακτηριστικά του τουρισμού, τα κίνητρα θα καταλήξουν σε εκείνους του ξενοδόχους που ήδη είχαν σκοπό να παραμείνουν ανοικτοί την χειμερινή περίοδο, και θα χρηματοδοτήσουν την διατήρηση εκείνων των θέσεων εργασίας που, ούτως ή άλλως, δεν θα χάνονταν. Δεν πρόκειται ένα ξενοδοχείο με έντονη εποχικότητα να παραμείνει ανοικτό λόγω κινήτρων.
Ακόμα, διαφαίνεται και μία στροφή προς αντιμετώπιση του «προβλήματος» των οικιακών βοηθών, και διαχωρισμού τους από τις φροντίστριες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νομοθεσία οφείλει να αναγνωρίζει την υψηλότερη κατάρτιση των φροντιστών, σε σχέση με τις οικιακές βοηθούς. Ωστόσο, και παρά τα πολλά κοινωνικά και άλλα προβλήματα που προκύπτουν, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι εξυπηρετούν, έστω και έμμεσα, σημαντικούς στόχους του κράτους. Στην κυπριακή κοινωνία οι γυναίκες δεν απασχολούνται όσο οι άνδρες, στρέφονται περισσότερο στην προσωρινή εργασία και την μερική απασχόληση, και -ακόμα και όταν απασχολούνται με υψηλή κατάρτιση- δεν μπορούν να ακολουθήσουν πορεία καριέρας λόγω των «αναγκών» στο σπίτι. Οι ανάγκες αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με κοινωνικές αλλαγές αναφορικά με το ρόλο των ανδρών, με καλύτερες υπηρεσίες φροντίδας και με οικιακές βοηθούς.
Ο κίνδυνος ενός «βρεγμένου βεγγαλικού» προκύπτει από το γεγονός ότι η αγορά εργασίας δεν λειτουργεί με τρόπο απλό, αλλά διέπεται από νόμους που σχετίζονται με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του τόπου, καθώς και την οικονομική συγκυρία που επικρατεί. Τα μέτρα που προωθούνται είναι θεμιτά, αλλά δεν αφορούν άμεσα την ανεργία. Ακόμα και τα προγράμματα κατάρτισης, θα πρέπει να γίνουν ρουτίνα για το κράτος, το οποίο ξεχνά πως η Κύπρος είναι ουραγός στην ΕΕ όσον αφορά την διά βίου μάθηση.
Η ανεργία, όπως έμαθαν και οι Γάλλοι, λύνεται μόνο με την ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις που πάνε καλά απασχολούν εργαζόμενους. Όλες οι άλλες λύσεις στην ιστορία των οικονομικών, έχουν αποτύχει. Αντί για μέτρα που δεν έχουν ελπίδα να συμβάλουν, θα πρέπει η κυβέρνηση να εξετάσει το επιχειρηματικό κλίμα, τους κεκαλυμμένους φόρους που θέλει να επιβάλει και την γραφειοκρατία.