Πριν από μερικές ημέρες, κατά τη διάρκεια αντικατοχικής εκδήλωσης που μετατράπηκε (όπως τόσες άλλες) σε διαγωνισμό επίδειξης πατριωτισμού, κάποιοι πολίτες, προφανώς άτομα μειωμένων αντιλήψεων, εξύβρισαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για τα άτομα αυτά, που με μνημειώδη έλλειψη σοβαρότητας ξεστόμιζαν ηλιθιότητες, δεν αξίζει να πει κάποιος και πολλά. Αν διαφωνούν με την πολιτική του Προέδρου, έχουν άλλα, πιο σοβαρά, πιο πολιτισμένα, αλλά και πιο αποτελεσματικά μέσα να εκφράσουν τις διαφωνίες τους. Ζούμε, ακόμα, σε ένα (σχετικά) ευνομούμενο κράτος.
Η σύλληψη, όμως, των τεσσάρων (ενώ η αστυνομία «αναζητεί» ακόμα δύο) είναι εξίσου απαράδεκτη.
Πρώτον, διότι η ελευθερία της άποψης δεν εξαντλείται όταν η άποψη που εκφράζεται είναι απαράδεκτη και προκαλεί οργή και αναγούλα. Αυτή είναι η αφετηρία της ελεύθερης άποψης και όχι το τέρμα της. Δυστυχώς, αυτοί οι κύριοι είχαν το δικαίωμα να εκφραστούν. Και οι υπόλοιποι έχουμε την υποχρέωση να τους ανεχτούμε, εάν πραγματικά σεβόμαστε την ελεύθερη έκφραση όσο δηλώνουμε συνεχώς ότι την σεβόμαστε. Οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να αντιδράσουν, ήταν οι διοργανωτές της εκδήλωσης και κανένας άλλος.
Δεύτερον, διότι η ελευθερία της άποψης εξυπηρετεί και ένα σοβαρό σκοπό. Ο John Stuart Mill, ο Bentham και ο Isaiah Berlin διατύπωσαν σειρά από λόγους για τους οποίους η ελευθερία της άποψης πρέπει να γίνεται σεβαστή. Από αυτούς, σχετική με τα συνθήματα κατά του Προέδρου είναι δύο: Πρώτον, ότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να λειτουργήσει μία ελεύθερη πολιτεία. Δεύτερον, διότι όταν μία άποψη είναι αντίθετη με τη λογική και το λαϊκό αίσθημα, τότε το καλύτερο είναι να την αφήσει κανείς να εκτεθεί και να ρεζιλευτεί μόνη της, χωρίς να επέμβει. Εάν η πολιτεία άφηνε αυτούς τους συγκεκριμένους πολίτες να εκφραστούν και δεν αντιδρούσε, το μένος τους για τον Πρόεδρο, που θεωρούν υπηρέτη της «αγγλοτουρκοσιωνιστικής» (όπως λένε στα site τους) συνωμοσίας κατά της Κύπρου, θα τους εξέθετε ως άξιους χλευασμού, τίποτα παραπάνω. Ως σοβαρό φαινόμενο, πάντως, δύσκολα θα αξιολογούνταν.
Τρίτον, διότι με τη σημασία που τους δίνει το κράτος (διά της Αστυνομίας) λαμβάνουν μία υπόσταση που δεν τους αξίζει. Από ασόβαροι μετατρέπονται σε μάρτυρες, οι οποίοι διώκονται διότι στράφηκαν κατά του Προέδρου. Δεν δικαιούνται τόση σημασία.
Τέταρτον, διότι αποτελεί ασέβεια προς τους υπόλοιπους πολίτες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τους υπόλοιπους πολίτες. Για πόσους από εμάς θα γίνονταν συλλήψεις; Ακόμα, για πόσους πολίτες θα «αναζητούσε» η Αστυνομία άτομα που τους εξύβρισαν; Η επιδεικτική αδιαφορία που συχνά δείχνει η Αστυνομία σε παραβιάσεις δικαιωμάτων των πολιτών έρχεται σε αντίθεση με τη σπουδή που επιδείχθηκε όταν ξεστομίστηκαν κάποιες ανοησίες.
Όταν οι νυν κυβερνώντες τηρούσαν σιγήν ιχθύος απέναντι σε παρόμοια εξύβριση εις βάρος άλλων πολιτικών, τότε, ακριβώς, εγκατέλειψαν το δικαίωμα να έχουν παράπονο. Οι αρχές ηθικής, για να έχουν υπόσταση, πρέπει να ισχύουν εξίσου, πάντοτε και για όλους. Η αντιπαράθεση της σημερινής τους αντίδρασης με την πρωτινή τους σιωπή κενώνει το ηθικό επιχείρημα κατά της ύβρεώς τους. Δεν μπορεί άλλες φορές να ήταν αποδεκτό και σήμερα όχι, εκτός και εάν πρόκειται για αξιοποίηση της εξουσίας για αποσιώπηση πολιτών, όσο ανόητοι, φανατικοί και απαράδεκτοι κι εάν είναι αυτοί.
Ο κυριότερος, όμως, λόγος για τον οποίο οι αντιδράσεις στα συνθήματα ήταν απαράδεκτες, είναι πως δεν επιδείχθηκε από την Αστυνομία, τον Πρόεδρο και το κόμμα του αντίληψη της έννοιας της ελευθερίας της άποψης. Η ελευθερία της άποψης δεν είναι «ελευθερία», εκτός και εάν η άποψη που εκφράζεται μας ενοχλεί. Και στην προκειμένη περίπτωση, δικαίως μας ενοχλεί. Αυτή είναι βασικότατη αρχή της Δημοκρατίας, η οποία δυστυχώς έχει παραβιαστεί, χάριν ενός ανόητου συνθήματος που εκφράζει μία περιθωριοποιημένη μειονότητα της κοινωνίας.