«Δεν μπορεί να έχουμε κρίση την ερχόμενη εβδομάδα. Το πρόγραμμά μου είναι ήδη γεμάτο» είχε πει ο Χένρι Κίσσινγκερ πριν από τρεισήμισι δεκαετίες.
Σήμερα, η οικονομική συγκυρία διεθνώς προκαλεί μία συνεχιζόμενη επιβράδυνση στην κυπριακή οικονομία. Η μειωμένη οικονομική δραστηριότητα γίνεται πλέον αισθητή σε όλες τις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού. Αυτή είναι η ώρα της κρίσης με την έννοια ότι αυτή είναι η στιγμή που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς όταν σε μερικά χρόνια θα αξιολογείται το έργο της κυβέρνησης και η πορεία του κράτους: Από αυτή τη στιγμή θα «κριθεί» η κυβέρνηση.
Ο τουρισμός, από ό,τι διαφαίνεται, δεν μπορεί να απαμβλύνει τις οικονομικές πιέσεις στη κοινωνία, ενώ τόσο η μεταποίηση όσο και οι κατασκευές δέχονται διορθωτικές πιέσεις μετά από μία έντονη υπερθέρμανση τα τελευταία δύο χρόνια. Η οικονομική επιβράδυνση θα συνεχιστεί, και θα ασκήσει έντονες πιέσεις σε πολλά νοικοκυριά.
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της μία διπλή πρόκληση: πρώτο, την αντιμετώπιση των άμεσων προκλήσεων στην οικονομία, που θα έχουν κοινωνικές προεκτάσεις, και δεύτερο την θωράκιση του κράτους και της κοινωνίας από τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις.
Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει επιλέξει την μερική αντιμετώπιση της πρώτης πρόκλησης, εις βάρος της δεύτερης. Οι κινήσεις έγιναν μέχρι σήμερα δεν αντικατοπτρίζουν μία αίσθηση ότι επείγει η αντιμετώπιση των πιέσεων. Αντίθετα, οι συνεχείς εκφράσεις ικανοποίησης διότι οι εταίροι μας βρίσκονται σε πιο δεινή θέση (όπως εξάλλου συνέβαινε εδώ και χρόνια) διαγράφει μία τάση εφησυχασμού. Τους τελευταίους μήνες, καταγράφηκαν κάποιες μεγάλες επιτυχίες, με πιο χαρακτηριστική την διάθεση στην διεθνή αγορά χρεογράφων με χαμηλό spread και εντυπωσιακά μικρό yield (3,85%). Ακόμα και η υπογραφή με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤεΠ) της σύμβασης για χρηματοδοτική στήριξη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ήταν μία θετική εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι θα πρέπει να θεωρείται ως αυτονόητη κίνηση, ανάλογα με το πόσο ψηλά μπαίνει ο πήχης.
Ωστόσο, άλλες κινήσεις δείχνουν σπασμωδικότητα, παρά τον υψηλό δείκτη ικανοτήτων που επιδεικνύει το Υπουργείο Οικονομικών σε άλλα ζητήματα. Τελευταία πράξη ήταν η ψήφιση από την Βουλή 1,083 νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο. Η απόφαση για περεταίρω διόγκωση του δημοσίου έρχεται σε μία περίοδο όπου τα προβλήματα του δημοσίου γίνονται ολοένα και πιο ορατά. Τα πασιφανή προβλήματα στην παραγωγικότητα και στην πενιχρή αξιοποίηση των ικανοτήτων των δημοσίων υπαλλήλων δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται παρά τις επίσημες τοποθετήσεις για την ανάγκη προώθησης της εναλλαξιμότητας στο Δημόσιο.
Μέχρι το 2050, όταν δηλαδή θα συνταξιοδοτούνται οι σημερινοί έφηβοι και φοιτητές, το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα καταρρέει. Οι πολίτες θα αφιερώνουν το ένα τέταρτο του πλούτου τους στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Η κυβέρνηση αντέδρασε, μεν, με κάποιες κινήσεις που αύξησαν τις απολαβές του ταμείου, αλλά απέφυγε τις πιο τολμηρές αποφάσεις που σχετίζονται με τον περιορισμό των δαπανών. Οι εξαγγελίες για «τολμηρές» αποφάσεις, για τις οποίες αυτή η στήλη επευφημούσε, αποδείχτηκαν αναληθείς. (Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τα κόμματα γενικότερα). Την ίδια στιγμή, το «πραγματικό αποθεματικό», που η Υπουργός Εργασίας επιχείρησε να αξιοποιήσει για αύξηση των αποδόσεων του ταμείου, έγινε και πάλι «εικονικό». Το αποτέλεσμα είναι πως, μέχρι το 2050 η δημοσιονομική ανεπάρκεια θα είναι ante portas. Σε αυτή τη χρονική στιγμή θα διαφανεί και το κόστος της εκ νέου διόγκωσης της δημόσιας υπηρεσίας. Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει πως κατά μέσο όρο οι νέες θέσεις θα στοιχίζουν στο Δημόσιο 47,698 ευρώ η κάθε μία κάθε χρόνο. Το ποσό αυτό μεταφράζεται σε συνολική επιπλέον επιβάρυνση του δημοσίου κατά 2 δισ. ευρώ, τη στιγμή που άπαντες – Κομισιόν, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, διεθνείς αναλυτές, ακόμα και το Συμβούλιο όπου συμμετέχει η Κυβέρνηση- μιλούν για την ανάγκη συγκράτησης των ανελαστικών δαπανών. Κληροδοτούμε, δηλαδή, τις νέες γενιές με ακόμα 2 δισ. χρέος.
Δύσκολα μπορεί κανείς να δικαιολογήσει την αύξηση αυτό όταν η οργανική δομή και η γενικότερη κουλτούρα στο δημόσιο προωθούν την απραξία και καταπνίγουν όσους έχουν διάθεση να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Εάν, αντίθετα, αυξηθεί η παραγωγικότητα, η ταχύτητα και η αποδοτικότητα του δημοσίου, τότε (και μόνο) θα δικαιολογείται και η αύξηση των θέσεων εργασίας.
Από τις αποφάσεις και πράξεις αυτής της στιγμής θα κριθεί η κυβέρνηση στο μέλλον. Η σημερινή επιβράδυνση κάποτε θα τελειώσει. Με την ηρεμία που θα επέλθει όταν τελικά η εξωτερική ζήτηση θα αρχίσει εκ νέου να κατευθύνει την εγχώρια παραγωγή, τα σημερινά προβλήματα τα αρχίσουν να απαμβλύνονται. Μέχρι τότε, υπάρχει σαφής υποχρέωση στη κυβέρνηση να συνεχίσει να εστιάζεται στη αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που επιφέρει η κρίση. Ωστόσο, όταν αυτό γίνεται με τρόπο που υποθηκεύει τις συντάξεις των παιδιών μας, υπάρχει πρόβλημα.
Η πολιτική και οικονομική κληρονομιά της κυβέρνησης θα κριθεί από τις επιπτώσεις των πράξεων της μακροπρόθεσμα. Η εστίαση στα άμεσα προβλήματα με τρόπο που να δημιουργεί τόσο σοβαρά προβλήματα στο μέλλον, θυμίζει τον Κίσσινγκερ που θεωρούσε ότι η κρίση θα ξεσπάσει μόνο όταν τον βολεύει.