Σε μία περίοδο όπου εντείνονται οι διαφωνίες σχετικά με την επιβράδυνση της οικονομίας και τις επιπτώσεις που θα έχει η μείωση της ανάπτυξης στα δημόσια οικονομικά και την ανεργία, το κράτος καλείται να αντιδράσει. Ενώ η κυβέρνηση προχωρεί σε «μεγάλες δαπάνες» (52 εκατ. ευρώ) για τον τουρισμό –κάποιες από τις οποίες ενδεχομένως να μην είναι καν καινούριες- κάποια από τα πιο αυτονόητα μέτρα δεν λαμβάνονται καν.
Ενώ παλαιότερα η Κύπρος βασίστηκε στη λογική της ηλιοφάνειας και της παραλίας, σήμερα στρέφεται συνειδητά στην έλκυση τουριστών που θα δαπανούν περισσότερα και θα εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα του τομέα. Έτσι, εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, η κυβερνητική πολιτική ορθά στρέφεται προς τον τουρισμό «ειδικών ενδιαφερόντων», όπως διαφαίνεται και από τις συζητήσεις και κινήσεις πολιτικής που σχετίζονται με την ανέγερση καζίνο, τα γήπεδα γκολφ, την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών και την προώθηση των πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η αποστροφή από το κλασσικό μοντέλο του 1980, που ήθελε μαζική κάθοδο τουριστών που θα καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και θα «τη βγάζουν» στα νυκτερινά κέντρα, όμως, προϋποθέτει ότι, πριν την εκπόνηση πολιτικής και πολυδάπανων εκστρατειών στο εξωτερικό, πρέπει πρώτα να γίνουν και κάποιες από τις πιο βασικές και αυτονόητες κινήσεις εκ μέρους του κράτους.
Χτεσινό δημοσίευμα του συνάδελφου Βάσου Βασιλείου στον «Φιλελεύθερο» έκανε αναφορά στο γεγονός ότι ο νόμος σχετικά με την ηχορύπανση δεν έχει υπογραφεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εδώ και δύο χρόνια. Η αναρχία, η οχληρία και η ενόχληση που προκαλείται είναι γνωστή σε όσους διαμένουν κοντά σε νυκτερινά κέντρα σε τουριστικές περιοχές. Ενώ, μάλιστα, γίνονται προσπάθειες στη σημερινή οικονομική συγκυρία, να ελκύσει η Κύπρος αγοραστές για τα απούλητα ακίνητα στις παράλιες περιοχές, αλλά και να ελκύσει τουρίστες υψηλού εισοδήματος, όσοι από αυτούς αποφασίζουν να επισκεφθούν την Κύπρο, υποχρεώνονται, τελικά, να αγοράζουν ωτοασπίδες.
Το πρόβλημα της ηχορύπανσης είναι δεδομένο, όπως είναι και η άνιση εφαρμογή των νομοθεσιών από την αστυνομία, η οποία αλλού δείχνει υπερβάλλον ζήλο, και αλλού επιδεικνύει ενοχλητική αδιαφορία. Η ρύθμιση του προβλήματος, πριν ακόμα εξαγγελθούν «δαπάνες 52 εκατ. ευρώ», θα έπρεπε να θεωρείται κάτι το αυτονόητο. Παρομοίως, καθυστερούν πεζόδρομοι και βασικά έργα υποδομής σε πολλές τουριστικές περιοχές, ενώ και τα κριτήρια του ΚΟΤ για έξοδο από τον τουρισμό αποτελούν μυστήριο για πολλούς ξενοδόχους, αφού άλλοι τα περιμένουν και άλλοι τα έχουν ήδη λάβει.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τους τίτλους ιδιοκτησίας όσων αγοράζουν ακίνητα στη Κύπρο, ένα θέμα το οποίο απασχόλησε (μετά από έντονα παράπονα κοινοτικών πολιτών), ξένους ευρωβουλευτές αλλά και τον Βρετανικό τύπο. Απόγειο της ντροπής μας είναι πως η επίσημη Βρετανία έχει εκδώσει τις ίδιες προειδοποιήσεις σχετικά με την αγορά ακινήτων, τόσο για τα κατεχόμενα, όσο και για τις ελεύθερες περιοχές, με μοναδική διαφορά μία επιπλέον αναφορά όσον αφορά τα κατεχόμενα, η οποία σχετίζεται με την απόφαση Οράμς και την αγορά περιουσίας που ανήκει σε πρόσφυγες. Το πιο τραγικό της υπόθεσης, είναι πως οι προειδοποιήσεις των Βρετανών δεν αποτελούν μέρος πλεκτάνης κατά των τουριστικών ή κατασκευαστικών συμφερόντων της Κύπρου, αλλά μάλλον δικαιολογούνται από την υφιστάμενη κατάσταση.
Ακόμα, και ενώ είχαν εκφραστεί από τον χειμώνα προειδοποιήσεις για τις συλλογικές συμβάσεις στον τουρισμό, η συζήτηση καθυστέρησε, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν οι εντάσεις στη μέση της τουριστικής περιόδου, με πολλαπλές απειλές να λειτουργούν ως Δαμόκλειος σπάθη στον τομέα. Η κυβέρνηση, αντί να λειτουργήσει ως συναινετικό κράτος και να βοηθήσει δια της πειθούς στη συζήτηση πριν το καλοκαίρι, έδειξε να μην «ανακατεύεται» στο ζήτημα.
Όσον αφορά, δε, τα αεροδρόμια και τις εναέριες συγκοινωνίες, έχουν ήδη λεχθεί πολλά από συναδέρφους, αναλυτές και πολιτικούς. Το ίδιο ισχύει και με την έμμεση φορολογία και το ΦΠΑ για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό.
Η Κυβέρνηση, πριν να κινηθεί με μέτρα και «δαπάνες» που θα τονώσουν το τουρισμό όταν πια θα αρχίσει να εξέρχεται η οικονομία της κρίσης, πρέπει να προχωρήσει σε κάποια από τα πιο αυτονόητα «μέτρα»: ας υπογραφεί επιτέλους η νομοθεσία για την ηχορύπανση. Ας δοθούν εντολές στην αστυνομία να εγκαταλείψει την αδιάφορη στάση της προς την οχληρία και τη δυνατή μουσική, ιδίως σε υπαίθρια κέντρα αναψυχής σε τουριστικές περιοχές. Ας γίνει επίσπευση έργων υποδομής σε τουριστικές περιοχές. Ακόμα, ας προωθηθούν πιο σαφή κριτήρια από τον ΚΟΤ για έξοδο από τον τουρισμό, γεγονός που θα μειώσει τη προσφορά και θα αυξήσει την ποιότητα του προϊόντος. Ας βελτιωθεί επιτέλους η κατάσταση με τους τίτλους ιδιοκτησίας, ένα θέμα που βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ των εν κρίση τομέων της οικονομίας, τουρισμό και κατασκευές. Ας γίνουν, λοιπόν, τα αυτονόητα και ας κινηθεί το κράτος τους ανοικτούς αιθέρες που θα φέρουν τουρίστες, εισόδημα και απασχόληση στους πολίτες.
Η λογική που λείπει (διαχρονικά) από τις κυβερνήσεις, είναι πως το τουριστικό προϊόν μας, πέρα από ξενοδοχεία, νυκτερινά κέντρα και κρεβατάκια της θάλασσας, συμπεριλαμβάνει και τους δρόμους, πεζόδρομους, το νερό, την ηχορύπανση. Ο τουρίστας ενδιαφέρεται για ολόκληρο το πακέτο.