Από τότε που οι πρώτες «πολιτισμένες» κοινότητες έμπαιναν στις σπηλιές της Αλταμίρας για να σχεδιάσουν στους τοίχους τελετουργικές σκηνές από κυνήγι, η τέχνη ήταν το τελευταίο (και πιο ιερό) καταφύγιο στη προσπάθεια να διαχειριστούν τα «κοινά». Από τη γέννησή της, η πολιτική ήταν άμεσα συνυφασμένη με την Τέχνη, και εάν η πολιτική είναι το «άλλο» αρχαιότερο επάγγελμα, η τέχνη ήταν ένα από τα κυριότερά του μέσα νομιμοποίησης. Τα μεγάλα αριστουργήματα, κατά τη διάρκεια των αιώνων, πραγματεύονταν τα άλυτα διλήμματα που προέκυπταν από την πολιτική (δηλαδή η διαχείριση των κοινών). Σήμερα, στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια, η «Αντιγόνη» αποτελεί ένα από τα πρώτα «συγγράμματα» που αναθέτονται σε φοιτητές πολιτικών επιστημών. Ακόμα και πιο πρόσφατα, υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπως το αριστουργηματικό (και σύντομο) μυθιστόρημα του Τολστόι, «Χατζί Μουράτ» που πραγματεύεται την κατάσταση στη Τσετσενία με τρόπο που είναι, ακόμα επίκαιρος 107 χρόνια μετά τη συγγραφή του, ή το «Στεφάνι για τον Ουντόμο» του Πήτερ Άμπραμς, ένα άλλο μυθιστόρημα που είναι τόσο επίκαιρο για την Κύπρο, που η ανάγνωση του προκαλεί αμηχανία στον γράφοντα.
Σιγά-σιγά, έχει αναδειχθεί μια αναπόφευκτη κρίση στις «σχέσεις» της τέχνης με τα κοινά. Με την επικράτηση του δυτικού ατομικισμού, έγινε πιο δύσκολη (αλλά όχι αδύνατη) η συμφιλίωση μεταξύ της ζωής στα κοινά και της ζωής του καλλιτέχνη.
Όσοι ασχολούνται με τα κοινά, είναι –παραδόξως- πιο εξωστρεφείς από τους καλλιτέχνες. Όσα κάνουν ως δημόσια πρόσωπα, αφορούν, πρώτιστα, τους άλλους, και όχι τον εαυτό τους, αφού κρίνονται από την επίδραση που έχουν οι πράξεις τους στη ζωή των πολιτών. Υποχρεούνται, έτσι, να έχουν πάνω από όλα υπόψη τους τα «πιστεύω» και τις επιθυμίες του κοινού, και όχι τις πιο ενδόμυχές τους επιθυμίες και αρχές. Καθίστανται, έτσι, «υπεύθυνοι» για τις πράξεις τους, με βασικό κριτήριο το πώς αυτές βελτιώνουν ή δυσχεραίνουν τη ζωή των άλλων. Ο Μαξ Βέμπερ, σε μια διάλεξή του μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συνθήκη των Βερσαλλιών («Η πολιτική ως λειτούργημα») σχολίασε με τρόπο συγκινητικό τη ψυχορραγεία του πολιτικού ο οποίος συνειδητοποιεί ότι τα «πιστεύω» του προκαλούν ζημιά στο εθνικό συμφέρον.
Αντίθετα, ο καλλιτέχνης υποχρεούται να είναι ειλικρινής πρώτα από όλα στον εαυτό του. Δεν έχει καμία υποχρέωση απέναντι στο κοινό του. Εάν το έργο του προκαλεί αντιδράσεις, ή ακόμα και φανατισμό, δεν μπορεί να αναλάβει ο ίδιος ευθύνη: Η δική του δουλειά είναι να παραμένει ειλικρινής στις αρχές του, τις σκέψεις του και τα αισθήματά του και είναι, ως εκ τούτου, υπόλογος μόνο σ’ αυτά, και «ανεύθυνος» έναντι των κοινών.
Από την δεκαετία του 1960, και με τη ανάδειξη του pop culture ως απαγωγέα της τέχνης (με κυρίαρχο εκφραστή τον Andy Warhol), τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Αντί για πραγματείες όπως «Τη Δίκη» του Κάφκα ή «Την Πανούκλα» του Καμύ, σήμερα κυριαρχούν ιστορίες όπως αυτές του Dan Brown που αποτελούν αρλεκίν επιδερμικού βάθους σε συνδυασμό με την ερευνητική ικανότητα ενός πρωτοετούς: Η στοχαστική ανάλυση του κόσμου γύρω μας αντικαταστάθηκε από την αποθέωση της ημιμάθειας. Η τέχνη έγινε pop, και μετατράπηκε σε doppelganger των κοινών (δηλαδή ο σατανικός σωσίας της).
Υπάρχουν, όμως, πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα. Ταινίες όπως το «Ταγκό με τον Μπασίρ” ή το «Ο τελευταίος Βασιλιάς της Σκωτίας» και βιβλία όπως το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στη Τεχεράνη» μάλλον θα αποδειχθούν διαχρονικά. Από την άλλη, και οι πολιτικοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Όπως σε όλα τα λειτουργήματα (ιατροί, δάσκαλοι, παπάδες) οι πλείστοι σήμερα αντιμετωπίζουν το επάγγελμά τους ως βόλεμα παρά ιερή λειτουργία της κοινωνίας, έτσι και στην πολιτική πολλοί είναι απλά βολευτάδες.
Υπάρχει όμως κάτι το εντελώς ξεχωριστό στη πολιτική: είναι το μοναδικό λειτούργημα όπου τα μέσα άσκησης του επαγγέλματος διαφθείρουν. Πολλοί ιερείς μπορεί να είναι διεφθαρμένοι, αλλά ούτε οι εικόνες, ούτε η Αγία Γραφή διαφθείρουν. Ιατροί μπορεί να παίρνουν φακελάκια, αλλά ούτε τα στηθοσκόπια, ούτε τα νυστέρια έχουν εκ φύσεως την ικανότητα να διαβρώνουν την ηθική. Μπορεί, ακόμα, πολλοί δάσκαλοι και καθηγητές να είναι απλά βολεμένοι, αλλά δεν ευθύνονται ούτε τα τετράδια, ούτε οι κιμωλίες.
Από την άλλη, στην πολιτική η δημοσιότητα, η εξουσία και η «καρέκλα» είναι ότι είναι για τον ιατρό το στηθοσκόπιο: το μέσο άσκησης του επαγγέλματος. Όταν ένα επάγγελμα που εγγενώς επισύρει μεγάλους ηθικούς κινδύνους, ασκείται σε μια κοινωνία όπου το lifestyle κυριαρχεί, τότε αναγκάζονται να ακολουθήσουν, χρησιμοποιώντας την ατάκα, το σύνθημα και τον λαϊκισμό. Κάποτε (όχι, όμως συχνά) δεν το επιθυμούν καν, και προσπαθούν συνειδητά να το αποφύγουν, προκαλώντας αμηχανία, άγχος και έλκος στους επικοινωνιολόγους τους.
Ωστόσο, σε μία χρονική στιγμή όπου συζητείται ακόμα η αποχή από τις ευρωεκλογές και ενώ κυριαρχεί στα πηγαδάκια της παραλίας η συζήτηση για την κυτταρίτιδα της Britney Spears, πολλές φορές οι πολιτικοί δεν έχουν άλλη επιλογή από την ατάκα και το σύνθημα: οι πολίτες απαιτούν lifestyle πολιτικούς. Η πολιτική, όμως, εάν αντιμετωπιζόταν ως αυτό που είναι (δηλαδή ως διαχείριση των κοινών) αντί για μέσο εξασφάλισης θέσης στο δημόσιο για τον γιο ή την κόρη του καθενός, ίσως να αισθανόταν, ως χώρος, και κάποια πίεση για να αλλάξει. Ίσως.