Οι αριθμοί πάντοτε μιλούν ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές. Εάν, για παράδειγμα, η Κύπρος κατέχει τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης στην ΕΕ, τότε προκύπτει ότι έχουμε την πιο δυνατή οικονομία. Εάν η ανεργία μας παραμένει η πιο χαμηλή, τότε είναι πασιφανές ότι έχουμε τις πιο υψηλές αντοχές. Εάν το δημόσιο χρέος παραμένει χαμηλό, τότε έχουμε τα πιο υγιή δημόσια οικονομικά.
Οι αριθμοί, όμως, είναι ψεύτες. Σε κάθε στατιστικό πρέπει κανείς να βλέπει τι συμπεριλαμβάνει ο δείκτης, και τι όχι. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, που παρέμεινε θετικός και μάλιστα ο υψηλότερος στην Ευρώπη τα πρώτα δύο τρίμηνα του 2009, έτυχε επίκλησης από την Κυβέρνηση για να μας τονίσουν ότι όλα βαίνουν καλώς. Όταν, όμως, διεθνείς αναλυτές –αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- προέβλεπαν μηδενική (και ελαφρώς αρνητική) αύξηση του ΑΕΠ για την Κύπρο, είχαν συμπεριλάβει στις αναλύσεις τους την βασική υπόθεση ότι, για τα πρώτα δύο τρίμηνα του 2009, οι ρυθμοί θα ήταν καλοί. Με τους «καλούς» ρυθμούς ανάπτυξης, επομένως, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται οι ανησυχητικές προβλέψεις, αλλά μάλλον επιβεβαιώνονται. Μάλιστα, οι αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα συνεχίσει να είναι αρνητικό, τόσο φέτος και του χρόνου. Δηλαδή θα αντιστοιχεί λιγότερη συνολική παραγωγή στην οικονομία ανά πολίτη.
Γιατί να βλέπουμε το συνολικό ΑΕΠ και όχι το κατά κεφαλή; Και γιατί να βλέπουμε με τόση αφοσίωση την συγκριτική κατάσταση, σε σχέση με άλλες χώρες – επικαλούμενοι, μάλιστα, το μέγεθος τους, τη στιγμή που εδώ και είκοσι χρόνια βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από εμάς;
Μπορεί, φυσικά, να βολεύει η σύγκριση, αλλά αυτή ισοδυναμεί με την εισήγηση ότι, αφού ο διπλανός ασθενής είναι σε χειρότερη κατάσταση, εμείς οφείλουμε να θεωρούμε πως είμαστε υγιείς.
Τελευταίο παράδειγμα αυτής της τάσης, ήταν η συζήτηση για την ανεργία, όταν η Κυβέρνηση επέμεινε πως παρατηρείται μείωση από τον Απρίλη στον Μάη, επικαλούμενη τους αριθμούς εγγεγραμμένων ανέργων. Ωστόσο, δεν έγινε καμία αναφορά στο γεγονός ότι στους εγγεγραμμένους άνεργους δεν συμπεριλαμβάνονται, πάνω από όλα, οι νέοι, οι οποίοι δεν έχουν κίνητρο να εγγραφούν στους σχετικούς καταλόγους του κράτους, και ανάμεσα στους οποίους η ανεργία βρίσκεται σε διψήφιους αριθμούς και είναι συγκρίσιμη με την ανεργία στις χώρες όπου η κρίση έχει κτυπήσει πιο άμεσα. Δεν γίνεται, επίσης, αναφορά στο γεγονός ότι ο δείκτης «εγγεγραμμένων ανέργων» δεν συμπεριλαμβάνει ούτε εποχιακή στάθμιση, αλλά ούτε και όσους αναγκάστηκαν, εν μέσω κρίσης, να αποδεχθούν υποαπασχόληση (να δεχθούν θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερη κατάρτιση από αυτή που κατέχουν). Ο δείκτης, όμως, μειώνεται, και αυτό χρίζει πανηγυρισμών.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα δημόσια οικονομικά. Στους καλούς δείκτες, υπολογίζεται και το γεγονός ότι επείγει το ΓΕΣΥ, το οποίο θα απαιτήσει μεγάλες δαπάνες; Συμπεριλαμβάνεται, επίσης, και το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (για τις οποίες η κυβέρνηση δικαιούται να συγχαίρει εαυτόν) δεν εξασφαλίζουν την βιωσιμότητα του ταμείου; Πάνω από όλα, συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία χρωστά τεράστια ποσά κάθε μέρα του χρόνου εκτός από τις ημέρες κατά τις οποίες γίνεται καταγραφή του χρέους; Εάν, δηλαδή, χρωστά κάποιος χίλια ευρώ 364 μέρες το χρόνο, μηδέν για μία ημέρα, και χίλια εκ νέου την επομένη, είναι λογικό να δηλώνει πως δεν χρωστά;
Οι αριθμοί είναι, φυσικά, χρήσιμο εργαλείο, αφού καταγράφουν τάσεις, καταστάσεις και αλλαγές στην οικονομία. Η φανατική, όμως, επιμονή στα νούμερα δεν σημαίνει τίποτε.
Παραφράζοντας τη δήλωση του Αϊζενχάουερ, αισθάνεται κανείς την ανάγκη να σημειώσει ότι, «εάν εσύ ή κάποιος αγαπημένος σου» έχεις καταστεί άνεργός, τότε για εσένα η ανεργία είναι 100%.
Η νουμερολαγνεία του κράτους δεν είναι φαινόμενο που αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Αποτελεί «παράδοση» με βαθιές ρίζες στη κυπριακή πολιτεία. Ωστόσο, σε μια εποχή όπου η οικονομία επιβραδύνεται και οι μικροί επιχειρηματίες αισθάνονται μεγάλες πιέσεις, δεν μπορεί η έγνοια να είναι το μαγείρεμα αριθμών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αισθάνονται οι πολίτες την ανάπτυξη, την ανεργία, τον πληθωρισμό και το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η επίκληση των αριθμών από κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο που να αποκρύβει το γεγονός ότι η οικονομία είναι ένα κοινωνικό ζήτημα. Οι πολιτικές δυνάμεις που επαγγέλλονται τη κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, για παράδειγμα, δεν δικαιολογούνται να δηλώνουν, και μάλιστα με ευχαρίστηση ότι η ανεργία έχει μειωθεί κατά τον μήνα όπου αρχίζει η εποχιακή απασχόληση –χαμηλόμισθων- μες τα φθηνά ξενοδοχεία και τα σεντόνια των πολλών (Εγγλέζων μεθυσμένων)…