Το 1870, πέντε μόλις χρόνια μετά το τέλος του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου που επέφερε την κατάργηση της δουλείας στις φυτείες βαμβακιού αλλά και μεγάλες καταστροφές στον Αμερικάνικο Νότο, οι ΗΠΑ εξήγαγαν περισσότερο βαμβάκι σε σχέση με το 1860. Μάλιστα, παρά τους μεγάλους φόβους των εμπόρων βαμβακιού, που πίστευαν ότι χωρίς τη δουλεία θα καταστρέφονταν, διαφάνηκε ότι η παραγωγικότητα της συγκεκριμένης βιομηχανίας μάλλον αυξήθηκε μετά την Απελευθέρωση, καθιστώντας τις ΗΠΑ τον μεγαλύτερο εξαγωγέα βαμβακιού μέχρι και το 1937. Σήμερα, η Γερμανία, κράτος με ένα από τα πιο υψηλά εργατικά κόστη (που, σε αντίθεση με την επιδερμική εξήγηση που κάποιοι έδιναν πρόσφατα, δεν αφορά πρώτιστα τους μισθούς) εξακολουθεί να καταγράφει το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στο δυτικό κόσμο, παρά την μεγάλη μείωση στη διεθνή ζήτηση.
Τα φαινόμενα στρέφονται κατά κάθε οικονομικού ενστίκτου: η αύξηση του εργατικού κόστους, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, μπορεί να δημιουργήσει τέτοια κίνητρα στους εργοδότες, που να καταστήσει πιο αποδοτική μια επιχείρηση. Η έκφραση κλειδί, φυσικά, είναι «κάτω από κάποιες προϋποθέσεις».
Στις φυτείες του Νότου, η αύξηση των μισθών, σε σημείο που έφθασαν την παραγωγικότητα, άσκησε πιέσεις στη κερδοφορία των εργοδοτών. Παρά τα θεωρητικά μοντέλα που προβλέπουν ότι οι μισθοί θα προσαρμοστούν, η εμπειρία, σε όλες σχεδόν τις χώρες, είναι πως οι μισθοί μπορεί να αυξάνονται, αλλά δεν είναι το ίδιο ελαστικοί προς τα κάτω, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
Έτσι, ο μόνος τρόπος για τους επιχειρηματίες να αυξήσουν τα κέρδη τους, είναι να φροντίσουν ούτως ώστε τα οριακά (marginal) έσοδα να καταστούν μεγαλύτερα από τα οριακά κόστη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί –εάν ο επιχειρηματίας λειτουργεί κάτω από συνθήκες ανταγωνισμού- μόνο με την αύξηση του κεφαλαίου ανά εργαζόμενο, ή μέσα από την άλλως πώς αύξηση της παραγωγικότητας.
Στη Κύπρο το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται. Σε πολλούς τομείς αυτό συμβαίνει διότι ο ρυθμός αύξησης των μισθών είναι κατά πολύ ταχύτερος από αυτόν της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα να συμπιέζεται η ανταγωνιστικότητα σε σημείο όπου δεν μπορεί η αύξηση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού (π.χ. μέσω της διά βίου μάθησης) ή η αύξηση του κεφαλαίου ανά εργαζόμενο να επιφέρει αυξημένα κέρδη. Σε άλλους τομείς, όπως τον τουρισμό και τις κατασκευές, τομείς που σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, επικρατεί το αντίθετο φαινόμενο: το παράνομο, φθηνό, ανειδίκευτο, εργατικό προσωπικό, το οποίο συνήθως τυγχάνει και εκμετάλλευσης, είναι τόσο φθηνό, που δεν υπάρχουν κίνητρα για αύξηση της παραγωγικότητας. Όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, η απουσία αυστηρών περιορισμών στον προϋπολογισμό, αλλά και το γενικότερο πλαίσιο της δημόσιας υπηρεσίας, αποτελεί μέγα αντικίνητρο για οποιαδήποτε βελτίωση. Η μόνη διέξοδος, είναι η υιοθέτηση, επιτέλους, πολιτικών στα πρότυπα της ευρωπαϊκής «μπλε κάρτας» για υψηλά καταρτισμένους μετανάστες από τρίτες χώρες, σε συνδυασμό με την αναθεώρηση της ΑΤΑ για να συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ακόμα πιο αυστηρή (έως αμείλικτη) αντιμετώπιση των εργοδοτών που απασχολούν εργαζόμενους σε αδήλωτη ή άλλη παράνομη εργασία.