Όταν την περασμένη Παρασκευή ανακοινώθηκε η πρόθεση της Μαρφίν να μετακινήσει την ιθύνουσα εταιρία στην Αθήνα από την Ελλάδα, άπαντες έσπευσαν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για την Κυβέρνηση, που «προκάλεσε» την φυγή. Η πραγματικότητα είναι πως, για πρώτη ίσως φορά, μία κακή εξέλιξη στην οικονομία αποτελεί «σύμπτωμα» μιας ορθής στάσης εκ μέρους της κυβέρνησης.
Μέχρι πρότινος, «κυκλοφορούσαν» έντονες φήμες για πιέσεις Βγενόπουλου προς την Κυβέρνηση, κυρίως πίσω από κλειστές πόρτες, με στόχο την επίτευξη ιδίων στόχων. Η «κόντρα» του ισχυρού ανδρός της Μαρφίν, Ανδρέα Βγενόπουλου, με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιο Ορφανίδη, δεν μπορεί να αναιρεθεί διά της δήλωσης του πρώτου ότι «συμπαθεί» τον δεύτερο. Εξάλλου, ακόμα και η εμπλοκή υψηλόβαθμων κρατικών (και κομματικών) αξιωματούχων στην «υπόγεια» σύγκρουση, έχει διασταυρωθεί ποικιλοτρόπως. Μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση δόθηκαν, τότε, όταν ο κ. Βγενόπουλος έκανε (χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους της Κυβέρνησης) δηλώσεις από τα σκαλιά του προεδρικού μεγάρου. Επιπλέον, οι συγκρούσεις του κ. Ορφανίδη με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, και η άκαιρη εσωτερική κόντρα που προέκυψε, και έφτασε μέχρι τις νομικές γνωματεύσεις, δεν ήταν άνευ πολιτικής σημασίας ή άνευ πολιτικής στήριξης προς τη μία πλευρά. Εξίσου σημαντική ήταν και η διασταύρωση των πληροφοριών ότι η MIG έθετε (έμμεσα αλλά σαφώς) ως προϋπόθεση για ολοκλήρωση των (μεγάλων) έργων στο ξενοδοχείο Χίλτον πριν από την Κυπριακή προεδρία της ΕΕ το 2012, την μη υλοποίηση της συμφωνίας με το Κατάρ για την ανάπτυξη απέναντι από το εν λόγω ξενοδοχείο.
Οι πενήντα λόγοι
Ο κ. Βγενόπουλος επικαλέστηκε «πενήντα λόγους» για την απόφαση μετακίνησης της ιθύνουσας εταιρίας. Η πραγματικότητα είναι πως Κατάρ και Ορφανίδης, δεν είναι μόνο δύο από τους 50 λόγους, αλλά (πάνω-κάτω) 45 από αυτούς. Η μετακίνηση της εταιρίας, η οποία είχε τεθεί υπό την μορφή άτυπης απειλής ενώπιων του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της γνωστής τους συνάντησης, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η απαίτηση ειδικής μεταχείρισης, και μάλιστα η επιμονή ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όφειλε να παρέκαμπτε τους κανονισμούς, εν μέσω κλειστής περιόδου, για να επιτρέψει την στήριξη της μετοχής από τους μεγαλομετόχους της Μαρφίν, δεν μπορεί να κριθεί ως σοβαρή. Η κυβέρνηση, όμως, έδειξε ότι οι δικές της κινήσεις –που αρχικά έτειναν υπέρ της παραχώρησης γης και ύδατος στον ισχυρό άνδρα της οικονομίας-, αντιστρέφονται.
Πρώτα, και μυστηριωδώς, τις διαφωνίες εντός της Κεντρικής διαδέχτηκε μία σιωπή, και αργότερα έγινε, από την κυβέρνηση, διορισμός στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής, ατόμου φιλικά προσκείμενου προς τον Διοικητή. Επιπλέον, η προώθηση της συμφωνίας με το Κατάρ προχώρησε παρά τις αντιδράσεις Βγενόπουλου. Η κυβέρνηση έχει σαφώς αλλάξει στάση, μερικές μόνο ημέρες πριν την (φαινομενικά) αιφνίδια απόφαση «φυγής» της Μαρφίν.
Δεν έχει μόνο άδικο
Αυτά, φυσικά, δεν αναιρούν τις κατηγορίες που εκσφενδονίζει ο κ. Βγενόπουλος. Ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λειτουργεί με τρόπο προβληματικό, είναι ευρέως γνωστό. Επιχειρήματα ότι δεν υπάρχει την Κύπρο διαπλοκή, δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρά (όπως ασόβαρη είναι και η επιμονή Βγενόπουλου, πως μετακινείται στην Ελλάδα διότι εκεί τα πράγματα είναι καλύτερα). Ότι δεν τυγχάνουν άπαντες της ίδιας μεταχείρισης, είναι επίσης δεδομένο. Ακόμα, η γεροντοκρατία στην οποία αναφέρεται ο κ. Βγενόπουλος, είναι πασιφανής. Τέλος, το γεγονός ότι υπάρχουν «περιστρεφόμενες πόρτες» που επιτρέπουν σε αξιωματούχους και τεχνοκράτες να απασχολούνται σε εταιρίες για τις οποίες μέχρι πρότινος λάμβαναν αποφάσεις, είναι μία διαχρονική πληγή στην οικονομία της Κύπρου (και μάλιστα υπήρχαν και προτάσεις για μορατόριουμ απασχόλησης κατά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές). Το επιχείρημα, όμως, ότι αυτό είναι κυπριακό φαινόμενο, είναι φαιδρό. ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο (και, ναι, Ελλάδα) αγωνίζονται να βρουν τρόπο να κλείσουν τις περιστρεφόμενες πόρτες, παρά τις κάποιες ρυθμίσεις-βιτρίνα που υπάρχουν.
Η δέουσα αντίδραση
Ασχέτως του δικαίου των σχολίων Βγενόπουλου, όμως, τις οποίες οφείλουμε, λαός και πολιτεία να λάβουμε επιτέλους σοβαρά υπόψη, η απόφαση της Μαρφίν δεν αντικατοπτρίζει (και δεν οφείλεται) σε αυτά τα προβλήματα. Στην Κύπρο υπάρχουν πολλές μεγάλες εταιρίες. Όσο αφορά το τραπεζικό σύστημα, υπάρχουν τέσσερις εισηγμένες τράπεζες, εννέα θυγατρικές, 27 άλλες τράπεζες με υποκαταστήματα, και δύο αντιπροσωπείες. Ότι η Μαρφίν υπέφερε περισσότερο από αυτούς, δεν εξηγείται. Η μόνη λογική εξήγηση που προκύπτει, είναι πως δεν «παραχωρήθηκαν» οι ειδικές «απαιτήσεις» της Μαρφίν, πρώτα από την Κεντρική Τράπεζα, και μετά από την κυβέρνηση. Το μήνυμα που πρέπει να δοθεί, παρά τις αντιδράσεις Βγενόπουλου, είναι πως προτιμήθηκε η «αποχώρηση» μίας από τις τέσσερις εισηγμένες τράπεζες της Κύπρου, παρά να γίνουν οι παραχωρήσεις που κλήθηκε το κράτος να κάνει. Αυτό –τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα- θα αποτελέσει σημαντικότατο μήνυμα προς επενδυτές και τραπεζίτες στη διεθνή αγορά, αφού εμπνέει, όχι μόνο σεβασμό αλλά και ασφάλεια.
Η πόρτα που ο κ. Βγενόπουλος άφησε για παραμονή της Μαρφίν στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων, όταν, απαντώντας σε τοποθέτηση μετόχου, είπε πως εάν είχε μία ένδειξη ότι κάτι θα αλλάξει, τότε θα μείνει, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόκληση. Πέρα από το βραχυπρόθεσμο κόστος της «φυγής», επί άκμονος τίθεται και το καλό όνομα της Κύπρου ως κέντρο υπηρεσιών και δη τραπεζικών. Η τοποθέτηση, αντί να εμπνεύσει ελπίδες ότι ίσως να μείνει στην Κύπρο η διοικητική κορυφή της Μαρφίν, πρέπει να αντιμετωπιστεί με τρόπο που να θυμίζει ανακοίνωση ποδοσφαιρικής ομάδας μετά το τέλος της συνεργασίας της με ποδοσφαιριστή που φεύγει: «Ευχαριστούμε για τα πολλά που έχει προσφέρει και ευχόμαστε κάθε προσωπική και επαγγελματική επιτυχία».