Έτσι βρόντηξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την Ντόχα, έχοντας πίσω του μακέτα των 2 εκατομμυρίων δολαρίων που απεικόνιζε μεγαλεπήβολα σχέδια των εταίρων που επιχειρεί να προσελκύσει «όχι για ίδιον όφελος». Δικαίως έπραξε, διότι, πρώτον, κανένας -απολύτως- καθαρός ουρανός δεν φοβάται αστραπές, όσο και εάν πωλείται εκδούλευση (και μούρη) εις βάρος του. Δεύτερον, όταν κάποιος εκφράζει κατηγορίες, και μάλιστα κατά του θεσμού του Προέδρου, εναπόκειται σ’ αυτόν να αποδείξει τις κατηγορίες, και όχι στον πρόεδρο να απαντήσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν μίζες, προμήθειες ή χρηματισμός του οποιουδήποτε δεν στοιχειοθετείται και οι κατηγορίες φαίνεται να έχουν πολιτική, και μόνο, σκοπιμότητα.
Ωστόσο, σκιές στο όλο εγχείρημα που σχετίζεται με το Κατάρ, υπάρχουν, κι αυτό διότι η προσπάθεια έλκυσης επενδύσεων διέπεται από την λογική που, σύμφωνα με όλες τις παρόμοιες εμπειρίες, εξελίσσεται, αν όχι σε καταστροφική, τουλάχιστον σε μπούμερανγκ. Οι εμπειρίες της νοτιοανατολικής Ασίας στο τέλος της δεκαετίας του 1990, αλλά και της Ισπανίας τους τελευταίους μήνες, δείχνουν ότι μεγαλεπήβολα σχέδια που δεν έχουν μακροπρόθεσμη οπτική γωνία, κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε κατασπατάληση πόρων. Τα απούλητα χρυσωμένα κτίρια της Κουάλα Λουμπούρ, της Τζακάρτα, της Ταϊλάνδης, και (πιο πρόσφατα) της Ισπανίας αποτελούν εικόνα που θυμίζει τον βιβλικό θρήνο της «βδελυγμίας της εγκατάλειψης». Παρόμοιες ανησυχίες θα έπρεπε να εγείρονται και από την κατάσταση που επικρατεί σε Πάφο και Παραλίμνι, αλλά και σε άλλες παραλιακές περιοχές της Κύπρου, όπου μεγάλες πολυτελείς επενδύσεις παραμένουν απούλητες και εγκαταλειμμένες.
Υπάρχει, φυσικά, μια ειδοποιός διαφορά με τις προηγούμενες εμπειρίες: αυτή τη φορά, πρόκειται για κεφάλαια άλλων, για μια άμεση επένδυση της οποίας η απώλεια θα βαρύνει ξένους, και όχι την κυπριακή οικονομία ή το κράτος, το οποίο, εξάλλου, θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη και καθόλου ευκαταφρόνητα εισοδήματα.
Ωστόσο, και σε αυτό το σημείο χρειάζεται μια πιο προσεκτική σκοπιά. Πρώτον, η λογική που διέπει την όλη προσπάθεια αξιοποίησης του τεμαχίου παρά το Χίλτον, είναι πως υπάρχει ένα εξαιρετικά σημαντικό τεμάχιο γης στο κέντρο της πρωτεύουσας, το οποίο είναι σήμερα αναξιοποίητο. Με αυτή τη λογική, όμως, δεν ενδείκνυται να εκποιηθεί για βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά για μακροπρόθεσμα οφέλη του τόπου. Το μισό δισεκατομμύριο που (υπολογίζεται ότι) θα αποφέρει το όλο εγχείρημα, θα πρέπει να προσμετρηθεί εις βάθος χρόνου, και όχι σε χρονικό ορίζοντα ενός ή δύο ετών. Το ερώτημα δεν μπορεί να είναι πόσα έχει να αποκομίζει η κυπριακή οικονομία στο εγγύς μέλλον, αλλά ποιο έργο θα αποφέρει οφέλη σε βάθος πέντε, δέκα ή είκοσι ετών. Η λογική της προσέλκυσης χρημάτων για αποκόμιση άμεσων κερδών, κυβέρνησε την τουριστική ανάπτυξη της Κύπρου κατά την δεκαετία του 1980, και, από τότε, η συγκεκριμένος κλάδος μετατράπηκε στον ασθενών γίγαντα του τόπου. Το τεμάχιο δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Θα αξιοποιηθεί μία μόνο φορά, και η πρωτεύουσα ήδη έχει μεγάλο, πολυτελές, αναξιοποίητο κτίριο.
Δεύτερον, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το όλο σχέδιο θα μπορέσει να συμβάλει στην αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης του τόπου, αφού πρέπει να αρχίσει (και να ολοκληρωθεί) η υλοποίηση του έργου μέσα στο χρονικό πλαίσιο της «κρίσης» και όχι όταν το ισοζύγιο πληρωμών θα αρχίσει να βελτιώνεται, η οικονομία να αναπτύσσεται και οι εργαζόμενοι να βρίσκουν ξανά εργασία.
Τρίτον, η λογική ότι η βιωσιμότητα του έργου είναι εγγυημένη λόγω των «μελετών» που προφανώς έχουν εκπονήσει οι εν δυνάμει εταίροι, είναι αφελής. Καταρχάς, πάμπολλες μελέτες έχουν αστοχήσει απελπιστικά. Μυθικοί οίκοι της Σιγκαπούρης και του Ντουμπάι σήμερα καταρρέουν. Ακόμα πιο σημαντικό ζήτημα, είναι και το ότι οι όποιες μελέτες έχουν εκπονηθεί, δεν λαμβάνουν υπόψη, ούτε τις εναλλακτικές επιλογές για αξιοποίηση της περιοχής, ούτε τις πολεοδομικές ανάγκες της Λευκωσίας, αλλά ούτε και το γενικότερο καλό της Κυπριακής οικονομίας. Το μοναδικό ερώτημα που τίθεται, είναι πώς να μετατραπούν τα πετροδόλλαρα των επενδυτών σε περιουσία, και μάλιστα εκτός των ορίων της λειτουργίας της αγοράς, αφού το εγχείρημα δεν διέπεται από σπανιότητα πόρων: οι επενδυτές απολαμβάνουν κρατικά πλεονάσματα 25 δισ. δολαρίων τον χρόνο.
Τέταρτον, εγείρεται το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης Κυπρίων, ευρωπαίων και ξένων επενδυτών γενικά,, αλλά και συγκεκριμένων που έχουν προεπιλεγεί μονομερώς. Παρόμοιας υφής, μεγέθους, πολυτέλειας και κόστους έργα υπάρχουν ήδη στα σκαριά. Κάποια (βλέπε Λακατάμεια), κολλούν στις διαδικασίες, και δεν απολαμβάνουν την ίδια μεταχείριση με τους ξένους επενδυτές. Αυτό είναι πολιτικό ζήτημα και πρέπει να απαντηθεί.
Τα οφέλη που θα αποκομίσει ο τόπος από την πιθανή αξιοποίηση της περιοχής παρά το Χίλτον, είναι σημαντικότατα. Κατά την άποψη του γράφοντος, η όλη προσπάθεια αξίζει και συγχαρητηρίων (αν επιτευχθεί) αλλά και στήριξης από όλους. Ωστόσο, όπως στην πολιτική, τόσο και στην οικονομία, το «πώς» κάνει κανείς κάτι, είναι εξίσου σημαντικό με το ότι θα το κάνει και η αξία του όλου εγχειρήματος για την κυπριακή οικονομία και κοινωνία, θα είναι αμφίρροπη εάν δεν ληφθούν υπόψη οι σημαντικότατες ανησυχίες. Αυτές είναι οι σκιές που υπάρχουν στην όλη προσπάθεια. Η αναζήτηση εξηγήσεων η έκφραση ανησυχιών –για το καλό του τόπου- δεν αποτελούν κατηγορία κατά της όλης προσπάθειας, αλλά την άσκηση του δημοκρατικού καθήκοντος από πολίτες, δημοσιογράφους και λοιπούς σχολιαστές.