Όταν ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας, σε συνεργασία με το κομμουνιστικό κόμμα, το 1981, προχώρησε αμέσως στην υλοποίηση του κοινού τους προεκλογικού τους προγράμματος για την οικονομία. Το πρόγραμμα προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την αύξηση των ελάχιστων μισθών και τιμαριθμικές αναπροσαρμογές, κρατικοποιήσεις, μεγάλες αυξήσεις στις κοινωνικές παροχές και περιορισμό του μέγιστου χρόνου εργασίας ανά εβδομάδα.
Την ίδια εποχή, όμως, η Γαλλική οικονομία αντιμετώπιζε σημαντική επιβράδυνση (και μπήκε σε φάση ύφεσης) εξ αιτίας εξωγενών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης και της ικανότητας των ΗΠΑ να «εξάγουν» τις πληθωριστικές πιέσεις της οικονομίας τους. Η οικονομική πολιτική του Μιτεράν, η οποία αποσκοπούσε στην δημιουργία μιας πιο δίκαιης γαλλικής κοινωνίας, σύντομα αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα, και οι κοινωνικοί της στόχοι άρχισαν να αποτυγχάνουν ο ένας μετά τον άλλο. Η ανεργία συνέχισε την ανοδική της πορεία (και μάλιστα σημείωσε και επιτάχυνση), η ανάπτυξη συνέχισε να είναι αρνητική και η ύφεση κατέστη ακόμα πιο βαθειά, και ο πληθωρισμός έπαιρνε όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Εν τέλει, στις 12 Ιουλίου, και μετά από ένα μήνα έντονης ανησυχίας, ο Γάλλος Πρόεδρος προχώρησε σε μια βαρύνουσας σημασίας εξαγγελία προς το Γαλλικό έθνος, κατά την οποία ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που ήταν και ο ακρογωνιαίας λίθος της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης του, και η ναυαρχίδα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Η στροφή του Μιτεράν, έμεινε γνωστή ως το «u-turn» του 1984. Από τότε, εγκατέλειψε τις προσπάθειες να επιτύχει τους κοινωνικούς του στόχους με τρόπο που ήταν αντίθετος με τον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία, και προτίμησε, αντί τούτου, να υιοθετήσει μια πολιτική με περιορισμένες δαπάνες και πιο συνετές παροχές. Η εξαγγελθείσα δημιουργία 10,000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο, ως μέτρο απορρόφησης κάποιου μέρους της ανεργίας, ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του «u-turn».
Σήμερα, η κυπριακή Κυβέρνηση αναγκάζεται να παραδεχτεί ό,τι ήταν πασιφανές εδώ και έξι, σχεδόν μήνες, με τον Υπουργό Οικονομικών να ανακοινώνει, μετά από μήνες καθησυχαστικών σχολίων, ότι η κυβέρνηση αναζητά κεφάλαια για να κλείσει μία τρύπα των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η δικαιολογία ότι άλλα κράτη της Ευρώπης βρίσκονται σε χειρότερη θέση, μοιάζει με τον ιατρό που δηλώνει στον ασθενή που πεθαίνει πως ο διπλανός του είναι πιο άρρωστος. Η δεύτερη δικαιολογία, ότι η αβεβαιότητα και η ρευστότητα που επικρατεί στην διεθνή οικονομία, δεν επέτρεπαν το ξεκαθάρισμα της εικόνας στη δική μας οικονομία, δεν είναι πιο πειστική. Η «Κ» έγραφε, από τον περασμένο Νοέμβριο, ότι τα σενάρια που προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ στα 2,5% για το 2009, είναι «αισιόδοξα» και πως ο προϋπολογισμός θα ήταν ελλειμματικός. Δέχτηκε τότε έντονη κριτική. Ακόμα πιο έντονες ήταν οι αντιδράσεις όταν γράφτηκε πως το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2008-2011 πρέπει να αναθεωρηθεί διότι θέτει σε κίνδυνο την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον τομέα της Υγείας. Μέγα ερωτηματικό παραμένει γιατί το κράτος δεν είχε ετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο μόνο απρόβλεπτο δεν ήταν.
Οφείλει κανείς να παραδεχτεί πως η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα: να εγκαταλείψει ιδέες που είχε διαχρονικά, με στόχο να διασωθεί η οικονομία από μία κρίση η οποία οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, και για την οποία δεν ευθύνεται η ίδια; Ή να αφήσει την κρίση να εξελιχθεί και να παραμείνει πιστή σε αρχές και ιδέες που θεωρεί ιερές; Μια τρίτη λύση υπάρχει, σύμφωνα και με το ιστορικό παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία, αφότου δοκίμασε το χείλος του γκρεμού, συνειδητοποίησε ότι οι κοινωνικοί (σοσιαλιστικοί) στόχοι της, μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο μέσα από «αντιλαϊκά» μέτρα. Η κυβέρνηση είναι απόλυτα ειλικρινής στην επιμονή της ότι έχει έντονη επιθυμία να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Για κάποιους από αυτούς, οι κοινωνικές παροχές μπορούν να αποτελέσουν εκείνο ακριβώς το στήριγμα που θα κάνει τη διαφορά στην ποιότητα ζωής τους. Αυτοί, όμως, είναι λίγοι. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν να κερδίσουν πολύ περισσότερα από τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων –που αντιμετωπίζουν, αναλογικά, πολύ χειρότερο επιχειρηματικό κλίμα από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Αν, αντί για παροχές χωρίς στόχευση, στραφούν τα ποσά αυτά προς μέτρα για τόνωση της οικονομίας, όπως έπραξε ο «φιλελεύθερος» Μιτεράν, πολλοί πολίτες θα έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής, για μεγαλύτερο διάστημα, παρά εάν οι δαπάνες του κράτους εστιαστούν στις παροχές. Η παροχή πασχαλινού επιδόματος θα αποτελέσει σημαντική ένδειξη για το πώς θα προχωρήσει η κυβέρνηση, με γνώμονα και το χρηματοδοτικό κενό των 2,5 δισ. ευρώ που αντιμετωπίζει το κράτος.
Η προσπάθεια επίτευξης των κοινωνικών στόχων (τους οποίους όλοι συμμερίζονται) μέσα από πολιτικές και μέτρα που αποπνίγουν τον ιδιωτικό τομέα, δεν υπόσχεται πολλά. Αντίθετα, καλείται η πολιτική μας ηγεσία μα επιδείξει την τόλμη του Μιτεράν και να στραφεί προς την οικονομία με τρόπο που θα δώσει ανάσες στους μικρούς επιχειρηματίες και θα επιτρέψει την επιτάχυνση όταν θα εξερχόμαστε της κρίσης.