Η περί Λαφαζανιάς θεωρία

…και το χρονικό ενός παλαβού μεταρρυθμιστικού ανοίγματος
Παρακολουθώντας της συζήτηση γύρω από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάπου χάθηκε η μπάλα. Το κόλπο της κυβέρνησης να κρύψει την αναθεώρηση της ιστορίας μας πίσω από την (κατά τα άλλα επείγουσα) μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, σχεδόν ομόφωνες, σχετικά με το τι εστί «εθνικό».
Εθνικό, λοιπόν, -και είναι επιτέλους καιρός να το πούμε- είναι ό,τι το Αληθές. Διότι, όσο και αν προσπαθήσει η κυβέρνηση, με τη νέα της στρατηγική να μεταφέρει την προσοχή στις εκπαιδευτικές ανάγκες του τόπου αποκρύπτοντας τις αλλαγές στα βιβλία ιστορίας, το ζήτημα εξακολουθεί να υπάρχει, και θα βγει στην επιφάνεια.
Η μεν αριστερά στρέφεται στην τόνωση των σχέσεων με τους τουρκοκύπριους, την υιοθέτηση μιας πιο «κοσμοπολίτικης» άποψης για την ΕΟΚΑ, και την αντιμετώπιση του ρατσισμού και του εθνικισμού μέσα από τα ιδεώδη του ουμανισμού (τουλάχιστον έτσι μας λέει). Η δε δεξιά, όμως, τηρώντας μια «εθνική» στάση, συμβάλλει στην διαιώνιση της κάθε αρλούμπας, ασάφειας και αναλήθειας μας μάθαινε η δασκάλα μας με ζήλο. Ο καθένας πολεμά για ένα «πουκάμισο αδειανό», για μιαν Ελένη που έφυγε νύχτα με κάποιο γκόμενο ξένο και μετά μας άφησε να σκοτωνόμαστε μόνοι μας.
Το 2007, ο σεβαστός Harry Frankfurt του πανεπιστημίου Princeton εξέδωσε ένα εξαίρετο δοκίμιο-σύγγραμμα με τίτλο “On Bullshit”, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας. Αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας είναι ότι υπάρχουν παντού λαφαζανιές (bullshit)». O Frankfurt καταλήγει, καθοδόν προς την ανάπτυξη μιας «περί λαφαζανιάς» θεωρίας (σοβαρομιλώ) στο εξής συμπέρασμα: Υπάρχει αφενός η Αλήθεια, η οποία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και η οποία «είναι». Υπάρχει, αφετέρου, το «ψέμα», το οποίο είναι αντίθετο με την Αλήθεια, και το οποίο «προωθείται» όταν η Αλήθεια δεν συμφέρει. Υπάρχει, όμως, και η λαφαζανία, η οποία αδιαφορεί για την Αλήθεια και «παράγει» δεδομένα που βολεύουν. Ο λαφαζάνης δεν είναι ψεύτης. Ο ψεύτης γνωρίζει την Αλήθεια και της αντιστέκεται. Ο Λαφαζάνης, όμως, είναι χειρότερος του ψεύτη, διότι για αυτόν η Αλήθεια είναι κάτι το άσχετο και όχι κάτι το άβολο.
Και έτσι φτάνουμε στην ένδοξη κυπριακή-ελληνική ιστορία. Κανένας, ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, μου φαίνεται, δεν είναι πατριώτης. Είμαστε ένα έθνος Λαφαζάνηδων. Πατριώτες είναι αυτοί που αγαπούν την πατρίδα που έχουν. Εμείς, όμως, στο σύνολο μας, αγαπούμε μόνο την πατρίδα που θα θέλαμε να είχαμε. Και για αυτό παραμένουμε πιστοί, η κάθε «παράταξη» στις δικές της λαφαζανιές, αδιαφορώντας εάν, για παράδειγμα, η Κωνσταντινούπολη ήκμασε μετά την άλωση, ή όχι. Διότι η αλήθεια είναι πως ήκμασε μετά το 1453 όπως δεν άκμαζε για έξι αιώνες πριν την πάρουν οι Σελτζούκοι. Και ενώ οι μεν στην Κύπρο του 2009 σημειώνουν το γεγονός ως μέρος της επαναπροσεγγιστικής τους μανίας, οι δε το αρνιούνται ως μέρος του εθνοκεντρισμού τους. Ε, λοιπόν, ήκμασε η Πόλη όταν έγινε Ισταμπούλ. Και αυτό πρέπει να αποτελεί –για τους λάτρεις του έθνους- ερέθισμα προβληματισμού, ενώ και η αριστερά πρέπει να δεχτεί πως η ακμή της ήταν απότοκο –κυρίως- της στρατιωτικής δύναμης των κατακτητών της. Αντί αυτού, η ιστορία της μετά-το-1453 ακμής της Πόλης, αποτελεί ένα λαφαζανογράφημα και τίποτε παραπανω.
Το ίδιο και με το ερώτημα κατά πόσον (για παράδειγμα) ο Παλαιών Πατρών Γερμανός βρισκόταν ή όχι στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, ή εάν υπήρχε, πράγματι, κρυφό σχολειό. Δεν ήταν, και δεν υπήρχε, οι mythbusters των βιβλίων ιστορίας, έχουν δίκιο. Αλλά δεν τελειώνει εκεί το θέμα: Αν δεν έγιναν όσα μας έλεγαν στις 25 Μαρτίου 1821, και εάν η εκμάθηση της ελληνικής δεν απαγορευόταν επί Οθωμανών, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως το 1821 ήταν η στιγμή της Παλιγγενεσίας του Ελληνικού έθνους.
Αν το ’21 δεν ήταν όσο αγνό και αμόλυντο μας μάθαιναν, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν ένα ιστορικό γεγονός ανθρώπινο, και, ως εκ τούτου, πέρα από τα δοξασμένα και ηρωικά χαρακτηριστικά του έθνους, εμπεριέχει και τις ελλείψεις και βρωμιές που διαπράττουμε οι έλληνες ξανά και ξανά. Η μαγκιά, όμως, είναι να αγαπά κανείς το έθνος και την ιστορία του ως έχει, με τα γκρίζα και τα μαύρα του, αντί να αγαπά ένα έθνος που, τελικά, υπάρχει μόνο στη φαντασία του.
Ο Πορτοκάλογλου (με το Βουλγάρικο όνομα) τραγουδά πως «η δικιά του Ελλάδα» είναι μια «δροσερή λιακάδα». Κάτι τέτοιο πρέπει να έχει κανείς υπόψη, γιατί το «έθνος» είναι σαν την Άνοιξη. Στη λιακάδα της άνοιξης, μες τους ανθισμένους αγρούς, τα χελιδόνια και τες πασχαλιές, έχουμε και ιδρωμένες μασχάλες που –ενίοτε- βρωμούν και μούγιες που βιζιρίζουν ενοχλητικά. Αυτή, μήπως, δεν είναι Αλήθεια για την Άνοιξη;

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.