Η πολιτική είναι ένας χώρος γεμάτος αλήτες. Μιλούν, είτε με ακρότητες, είτε με κοινοτοπίες, με επετειακές τοποθετήσεις και banal ηλιθιότητες. Χάνουν καταδίκους (τους βρίσκουν όμως, μετά από προσεκτικές έρευνες ενός μηνός στις αχανείς εκτάσεις της κυπριακής στέπας), αφήνουν δρόμους σκαμμένους και ξύνονται ενώ η μισή τους χώρα χάνεται. Το περιμένειν τους βαρβάρους αναδείχθηκε σε επιστήμη.
Αλλά με νοιάζει.
Διότι ο χώρος, πλήρης ηλιθίων γλειφτών και κάτι μικροαστών που αποδίδουν στο ρήμα «βολεύομαι» την ηθική υπόσταση του «αγαπώ», είναι και πλήρης ιδεών, επιτευγμάτων και ρομαντισμού, με άτομα που, πίσω από την μέτρια τους τηλεοπτική περσόνα, κρύβουν αξιοπρέπεια και μεράκι. Η απαξίωση, κυρίως από νέους, είναι απόρροια του γεγονότος ότι στους δέκτες, εφημερίδες και καφενέδες δεν γίνεται ορατό το πόσο δύσκολη είναι η ζωή σε αυτό το χώρο, και πόσο οδυνηρή μπορεί να είναι η επίλυση των καθημερινών διλημμάτων. Οι αποφάσεις που παίρνει ο πολιτικός ως θέμα ρουτίνας, οι σχεδιασμοί πολιτικής και τα πλάνα για το μέλλον είναι μια καθημερινή άσκηση ψυχικής αφυδάτωσης. Δεν υπάρχουν σίγουροι κερδισμένοι, μόνο η ελπίδα ότι αυτό που κάνει είναι το ορθό. Υπάρχουν, όμως, σίγουροι χαμένοι, και με κάθε του κίνηση ο ευσυνείδητος πολιτικός γνωρίζει πως κάποιον καίει.
Ενδιαφέρον παράδειγμα είναι ο νυν υπουργός οικονομικών, καπετάνιος ενός σκάφους –γερό σκαρί αλλά καθόλου ευέλικτο- μέσα σε μια τρικυμία που, και ο ίδιος γνωρίζει, θα χειροτερέψει. Καθήκοντος, υποχρεούται να είναι καθησυχαστικός. Ο γράφων, καθηκόντως, είναι επικριτικός κάθε Κυριακή (από την δική του, χαμηλότερη, θέση μάχης). Αμφότεροι, φυλακισμένοι στον ρόλο που έχουν να διαδραματίσουν χάριν των κοινών. Όταν ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας απεβίωσε, άφησε πίσω του ένα τεράστιο κενό. Όχι μόνο για όσους αποτελούσε ιδεολογικό καθοδηγητή, αλλά και για όσους αγωνίστηκαν –συχνά με πάθος- εναντίων της επανεκλογής του. Διότι ο κόσμος των κοινών είναι ένα ταξίδι από την πατρίδα που έχουμε, σε αυτή που θέλουμε. Ταξίδι χωρίς αναρτήσεις σε δρόμο ανώμαλο, μέσα σε ένα βαλκανιζατέρ γεμάτο βρώμα, σκουλήκια και γλείφτες, αλλά και μέσα από τοπία μαγευτικά και νέους δεσμούς με ξεχωριστούς φίλους. Οι –τρόπον τινά- συνταξιδιώτες αναπτύσσουν άγρια αφοσίωση ο ένας στο άλλο όταν έχουν κοινές ιδέες, αλλά αναπτύσσουν και απόλυτη εγκεφαλική αλληλεξάρτηση και σεβασμό όταν διαφωνούν, μοιραζόμενοι τη χαρά του δρόμου.
Με όσους κανείς βρίσκει ότι πολεμά πλάι-πλάι, αναπτύσσει σχέσεις απόλυτης αλληλοαφοσίωσης και εμπιστοσύνη που είναι σπάνια σημερινή κοινωνία. Η μεταφορά των αρχαίων οπλιτών, όπου ο καθένας, με την ασπίδα του, υπερασπιζόταν τον εξ αριστερών του, και όχι τον εαυτό του, ισχύει –τουλάχιστον ψυχολογικά, και δεσμός που κτίζεται είναι ισχυρότατος, παρά τις διαφωνίες που συναγωνιστές και σύντροφοι μπορεί να έχουν μεταξύ τους. Τελευταίοι και ανυπεράσπιστοι, οι ηγέτες.
Τα κοινά θέτουν σε όσους ασχολούνται μαζί τους, διλήμματα των οποίων όλες οι λύσεις είναι λάθος. Κάθε κίνηση υπέρ της ασφάλειας των πολιτών λειτουργεί εις βάρος της ελευθερίας. Κάθε κίνηση κατά του πληθωρισμού μειώνει την ανάπτυξη. Κάθε νέα καινοτομία δημιουργεί ανέργους. Κάθε μέτρο κατά της διαφθοράς θέτει σε λειτουργία τον απαράβατο νόμο των κοινών, αυτό των «απρόβλεπτων συνεπειών». Κάθε ρύθμιση κατά της ασυδοσίας των αγορών δημιουργεί πιο ευφάνταστο έγκλημα. Για αυτό και ο δρόμος είναι ανώμαλος, χωρίς αμορτισέρ. Το δίλημμα θέτει αντιμέτωπες αρχές και πιστεύω που δεν μπορούν να συμβιβαστούν, αλλά, παρά ταύτα, πρέπει κανείς να πάρει θέση υπέρ της μίας λύσης ή της άλλης. Ο Μαξ Βέμπερ τόνιζε σε διάλεξη του, λίγο μετά την οδυνηρή συνθήκη των Βερσαλιών, ότι τίποτε δεν είναι πιο συγκινητικό και πιο βαθειά ανθρώπινο από ένα άνθρωπο που ασχολείται με τα κοινά και, λαμβάνοντας μία θέση δηλώνει: «Εδώ στέκω και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Την ίδια εποχή, ο Κέυνς έγραφε κατά της συνθήκης, προφητεύοντας την τραγική κατάληξη του μεσοπολέμου η οποία έθεσε επί τάπητος και στην πολιτική φιλοσοφία το τι εστί «ανθρώπινο». Από μια τέτοια, βαθειά ανθρώπινη και συγκινητική στάση του μακαρισμένου τέως προέδρου απορρέει και ο «δεσμός» που πολλοί από τους πλέον αποφασισμένους αντιπάλους του ένιωσαν για αυτόν, και ο λόγος που αισθάνονται σήμερα ένα κενό διαφορετικό μεν από αυτό των πολιτικών του φίλων, αλλά εξίσου επώδυνο, πιστεύω.
Διότι, στο τέλος της ημέρας, ο δρόμος των κοινών δεν αφορά ούτε τη δόξα, ούτε το χρήμα της πολιτικής. Εξ άλλου, αυτά καταλήγουν σε λίγους.
Οι μεγάλοι πολιτισμοί, αλλά και οι μικρές αλλαγές στα κοινά, δεν επιτυγχάνονται από αυτούς που απαξιούν, αλλά από όσους –συνήθως αφανείς και άσημους- αποφασίζουν να ασχοληθούν, να βγουν στον δρόμο, να λερωθούν, διότι εκεί, ακριβώς, στον δρόμο χωρίς αναρτήσεις, δίνεται η μεγάλη μάχη.
Ο Σερβάντες πίστευε ότι η μεγαλύτερη του συμβολή στον ανθρώπινο πολιτισμό, ήταν το χέρι που έχασε στην ναυμαχία της Ναυπάκτου. Στην επιτύμβια στήλη του Αισχύλου καταγράφηκε μόνο η ιδιότητα του ως θαρραλέου Οπλίτη που πολέμησε στον Μαραθώνα ανάμεσα σε άλλους. . Η λοιπή τους συμβολή για τα κοινά, ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Ξεχώριζαν –στο δικό τους μυαλό- μόνο διότι έκαναν το καθήκον τους –όπως καλή ώρα ο Χαρίλαος Σταυράκης, όπως, καλή ώρα, και πολλοί αφανείς «οπλίτες»- σε μια μάχη που εύκολα θα μπορούσε (και εύκολα μπορεί) να χαθεί.