Αντί για μείωση των βασικών επιτοκίων, πρέπει να αναζητηθεί στήριξη των μικρών επιχειρήσεων
Με μεγάλη ανακούφιση δεχτήκαν κράτος και οικονομία την έκδοση από την Στατιστική Υπηρεσία των δεικτών τιμών του καταναλωτή για τον Δεκέμβριο του 2008. Τα στοιχεία, που καταγράφουν επιβράδυνση της αύξησης των τιμών στο 1,8% σε σχέση με το 4-5% όπου κυμάνθηκε τους προηγούμενους μήνες του έτους. Η επιβράδυνση των τιμών αποτελεί και την πρώτη επιβεβαίωση της ελπίδας ότι οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών, που άσκησαν μεγάλες πιέσεις στην κατανάλωση και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, -κυρίως των μικρομεσαίων (ΜμΕ)- θα φτάσουν σε ένα τέλος με το νέο χρόνο. Πράγματι, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η διάβρωση των μισθών και η μείωση της κερδοφορίας δεν θα δεχτούν τις ίδιες πιέσεις από την αύξηση των τιμών καταναλωτή και του κόστους παραγωγής.
Ωστόσο, η αντίθετη όψη του νομίσματος δεν είναι τόσο απλή. Η μείωση των τιμών καταναλωτή στο 1,8% στην Κύπρο, και κοντά στο 2% στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αποτελεί και τον αντίποδα της μειωμένης συνολικής ζήτησης και την ύφεση στην κοινή οικονομία του ευρώ. (Η μείωση των τιμών παραγωγού αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα στην μείωση, αλλά, και αυτή η πτυχή των μειωμένων τιμών αντικατοπτρίζει τη μειωμένη ζήτηση στους πόρους παραγωγής). Στην Κύπρο, οι τιμές αυξάνονταν ολοένα και πιο γρήγορα σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, ενώ σήμερα σημειώνουν και μεγαλύτερη μείωση. Αυτό καταδεικνύει, εν μέρει, τουλάχιστον, και μεγαλύτερη αστάθεια και υψηλή ευαισθησία των τιμών στην συνολική ζήτηση.
Οι μεγάλες μειώσεις των βασικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, σε μια προσπάθεια να αναθερμάνουν την οικονομία, έχουν θέσει το κόστος χρήματος κοντά στη παγίδα ρευστότητας. Φαινόμενα που παραπέμπουν στην αρχή της δεκαετίας του 1930, όταν οι μειώσεις των επιτοκίων δεν ήταν ικανές να αναθερμάνουν την οικονομία, γίνονται σιγά σιγά αισθητά. Μια επιχείρηση, σύμφωνα με την λογική της μείωσης των επιτοκίων, δεν μπορεί να προχωρήσει σε δανεισμό εκτός και εάν οι επενδύσεις της αναμένεται να επιφέρουν κέρδη μεγαλύτερα από το κόστος δανεισμού. Επομένως, θεωρείται ότι η μείωση των επιτοκίων καθιστά κερδοφόρες πιο πολλές επενδύσεις, ενισχύοντας, έτσι την οικονομική δραστηριότητα. Όταν, όμως, η ζήτηση παραμένει στάσιμη, και οι επιχειρήσεις ήδη κατέχουν παραγωγική ικανότητα μεγαλύτερη της ζήτησης, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο επέκτασης ή άλλων επενδύσεων.
Οι κατασκευές και ο τουρισμός εισέρχονται σε περίοδο ύφεσης. Ο πρώτος τομέας ήδη μειώνει τη προσφορά, και ο δεύτερος αναμένει, με αγωνία, μείωση εσόδων. Φυσιολογικά, οι συναφείς βιομηχανίες στήριξης των τομέων αυτών δεν αισθάνονται ότι είναι σε θέση να προχωρήσουν σε επέκταση του στοκ ή της παραγωγικής ικανότητας. Παράλληλα, και στο εμπόριο άρχισαν να γίνονται αισθητές οι μειώσεις στις χονδρικές παραγγελίες, ενώ πολλοί καταστηματάρχες αισθάνονται πιέσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, οι οποίοι, φοβούμενοι ακυρώσεις στις παραγγελίες, έχουν ήδη αρχίσει να επισπεύδουν την αποστολή του εαρινού τους στοκ.
Οι μειώσεις των επιτοκίων, βασικός στόχος των κεντρικών τραπεζών, ουδόλως θα βοηθήσουν αυτούς τους τομείς. Η μοναδική –αλλά σημαντική- συμβολή των επιτοκίων, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, είναι κοινωνική, αφού αφορά την ανακούφιση των νοικοκυριών και όχι την αναθέρμανση της οικονομίας. Εξάλλου, η μείωση του πληθωρισμού αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια, ακόμα και εάν η ονομαστική τους τιμή φθίνει.
Οι ανησυχίες για τον αποπληθωρισμό που εκφράζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αλλά και από το Fed, δεν ισχύουν στον ίδιο βαθμό και για την Κύπρο. Παρά τις απώλειες του 14,5 δισ. στο ΧΑΚ κατά το 2008, και τις δυνητικά μεγάλες μειώσεις σε ορισμένες κατηγορίες ακινήτων, δεν φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου αυτά τα κεφάλαια αποτελούν ενέχυρα δανεισμού, τουλάχιστον σε σχέση με άλλες οικονομίες. Επομένως, παρά την μείωση στις αξίες των ιδιωτικών χαρτοφυλακίων για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, οι μεγαλύτερες πιέσεις της οικονομίας θα πρέπει να αναμένεται ότι θα προέλθουν, όχι από την προσφορά, η οποία είναι, ήδη, μεγαλύτερη της ζήτησης, αλλά από την συνολική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Η τελευταία, λόγω του μεγάλου ρόλου των εξωγενών παραγόντων, δύσκολα μπορεί να ανακάμψει μέσα από παροχές και επιδοτήσεις νοικοκυριών, οι οποίες αποτελούν ανακούφιση μεν, αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν μέσο ενίσχυσης της οικονομίας, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία.
Το κλειδί του 2009, επομένως, βρίσκεται στην ενίσχυση του κύκλου εργασιών στις βιομηχανίες και κλάδους που βιώνουν επιβράδυνση. Η μείωση του πληθωρισμού δεν είναι σημάδι ανάκαμψης, αλλά σύμπτωμα των προβλημάτων της οικονομίας. Η μείωση των επιτοκίων, δε, αδυνατεί να βοηθήσει την οικονομία. Το στοίχημα για το 2009 δεν μπορεί να είναι απλά δεικτόστροφο. Η διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης μεγαλύτερων από αυτούς της υπόλοιπης ευρωζώνης, δεν μεταφράζεται σε καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες.
Η κοινωνική πολιτική –για την οποία η σημερινή κυβέρνηση δικαίως συγχαίρει εαυτόν όσον αφορά τις ευαισθησίες της- μπορεί να φέρει καρπούς μόνο εάν στραφεί προς την στήριξη των μικρών (κυρίως οικογενειακών) επιχειρήσεων. Στη σημερινή συγκυρία, η πλέον σημαντική κίνηση θα είναι η στήριξη των έργων υποδομής από τον ιδιωτικό τομέα, μέσα και από κοινοπραξίες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Μια τέτοια κίνηση θα στηρίξει –άμεσα- και τις βιομηχανίες που στηρίζουν την οικοδομική δραστηριότητα, στις οποίες υπάρχουν κυρίως μικρές επιχειρήσεις. Εξίσου σημαντική θα είναι και η υιοθέτηση μέτρων για την επιχειρηματική δραστηριότητα, ιδίως μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις που σχετίζονται με την παραγωγικότητα.
Η μείωση των τιμών καταναλωτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους εξωγενείς παράγοντες της διεθνούς οικονομίας, με πρώτο και πιο οφθαλμοφανή, τη μείωση των τιμών πετρελαίου. Ωστόσο, και οι ενδογενείς παράγοντες είναι προβληματικοί, αφού η παραγωγικότητα αυξάνεται, ακόμα, πιο αργά από τους μισθούς. Επομένως, η μείωση των τιμών καταδεικνύει, τόσο από την πλευρά της ζήτησης, όσο και από την πλευρά της προσφοράς, μειωμένη δραστηριότητα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να στραφεί και η δραστηριοποίηση του κράτους, το οποίο, παρά την μειωμένη διεθνή ζήτηση, πρέπει να στηρίξει μέσα στο 2009 την οικονομική δραστηριότητα. Η παρούσα φάση της οικονομίας, προσφέρεται, επομένως, όσο καμία άλλη, για επενδύσεις παραγωγικότητας, οι οποίες θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, επιτρέποντας της να επιταχύνει την έξοδο της από την περίοδο ύφεσης.