Το μεγαλείο της αγοράς έγκειται σε δύο χαρακτηρίστηκα της: πρώτο, καταφέρνει να συνοψίσει ένα μνημειώδη όγκο πληροφοριών σε ένα μετρήσιμο, απλό και κατανοητό δείκτη. Οι τιμές αντικατοπτρίζουν μια τεράστια σειρά από πληροφορίες: σπανιότητα, κόστος παραγωγής, παραγωγικότητα, ελαστικότητα, κοκ. Δεύτερο, η αγορά, χρησιμοποιώντας τον «δείκτη» αυτό, καταφέρνει να διαμοιράσει αποτελεσματικά τους πόρους της οικονομίας.
Για να λειτουργήσει, όμως, η ελεύθερη αγορά, πρέπει να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις. Πρέπει, πάνω από όλα, να υπάρχει ελεύθερη και πλήρης ροή πληροφοριών σχετικά με τους παραγωγούς και τα προϊόντα ή υπηρεσίες τους. Ο Adam Smith μίλησε εκτενώς για το ρόλο της διαφάνειας στις αγορές, αναπτύσσοντας μια θεωρεία κατά την οποία το σύνολο των ατομικών συμφερόντων, εάν αφεθούν ελεύθερα να αναπτυχθούν, συναθροίζονται αναπόφευκτα σε ένα γενικότερο, κοινό καλό της κοινωνίας.
Πολλοί αναφέρονται στη διάσημη του ρήση σχετικά με τον κρεοπώλη, τον ζυθοποιό και τον αρτοποιό, αλλά το έργο του Smith είναι πολύ πιο ευρύ από δυόμιση και μόνο γραμμές. Η ελεύθερη αγορά του Smith τάσσεται ασυμβίβαστα κατά του κρατικού παρεμβατισμού, ο οποίος ανεβάζει τις τιμές, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και διαβρώνει τη ποιότητα των αγαθών και υπηρεσιών. Η «παρέμβαση» του κράτους, όμως, κρίνεται αναγκαία σε πολλές περιπτώσεις (σε αντίθεση με τον «παρεμβατισμό»). Ο Smith στήριξε μια σειρά από κρατικές πολιτικές, μεταξύ των οποίων και η πολύ προοδευτική για την εποχή του πολιτική της καθολικής εκπαίδευσης σε όλους του πολίτες. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές του Smith, τόσο στην αλληλεγγύη και «ευεργεσία», όσο και στη δικαιοσύνη. Χωρίς τις πρώτες, θα καταλήγαμε σε μια «κοινωνία εμπόρων» κατά τον ίδιο: ασταθή και δυστυχή. Χωρίς τη δεύτερη, η κοινωνία θα καταρρεύσει. Πάνω από όλα, ο Adam Smith, τάχθηκε κατά της ασυδοσίας, τονίζοντας ότι, για να λειτουργήσει η αγορά, θα πρέπει όλοι να συμπεριφέρονται με τρόπο που θα επικροτούσε ένας «αμερόληπτος παρατηρητής». Εντάσσεται, έτσι, σαν κεντρική έννοια στην «οικονομία του Smith» η ιδέα της συνείδησης, του ηθικού ελέγχου των πράξεων των «παικτών» της αγοράς, και του δίκαιου διαμερισμού του πλούτου.
Αυτό που προκύπτει από το έργο του Smith είναι ότι η σημερινή κρίση στην οικονομία δεν είναι απόρροια του «άκρατου» ανταγωνισμού, αλλά της άδικης και αδιαφανούς λειτουργίας των αγορών. Είναι απόρροια του γεγονότος ότι αφέθηκε ελεύθερη, όχι η αγορά, αλλά η απληστία, την οποία προστάτευσε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα «ειδικά οχήματα» των εταιρειών αποτελούν απλό και απτό παράδειγμα, αλλά και απόδειξη του φαινομένου. Χωρίς διαφάνεια, οι τιμές καθορίζονται μέσα από ανεπαρκείς, ελλιπείς και παραπλανητικές πληροφορίες. Αν είχε εισακουστεί ο Smith, θα είχαμε, πάνω από όλα, διαφάνεια στις πληροφορίες σχετικά με την αγορά. Θα είχαμε, ακόμα, κράτη που προωθούν την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, και όχι απλά «παροχές» σε αυτούς τους οποίους έχουμε πρώτα καταστρέψει οικονομικά.
Μέσα στην αβεβαιότητα της κρίσης, δαιμονοποιήθηκε, όχι μόνο το κεφάλαιο, αλλά και η ίδια η ιδέα της αγοράς. Οι αυτοαποκαλούμενοι κουμουνιστές (επιχειρηματίες) επικρίνουν τον Smith με βάση ένα κλάσμα του έργου του. Ακολουθούν τα χνάρια των αυτοαποκαλούμενων κεφαλαιοκρατών-καπιταλιστών που με πάθος δαιμονολογούν κατά του έργου του Μαρξ με βάση τις 90 περίπου σελίδες του Μανιφέστου, και χωρίς ουσιαστική επίγνωση του ογκωδέστατου Κεφαλαίου. Η κρίση, όμως, έχει δικαιώσει, όχι μόνο το κεντρικό έργο του Smith, (όπου η διαφάνεια στην οικονομία θεωρείται προϋπόθεση για την λειτουργία του μηχανισμού των τιμών) αλλά, κυρίως, την Θεωρία περί Ηθικών Αισθημάτων, ένα έργο που εξέδωσε ο ίδιος, τόσο πριν τον Πλούτο των Εθνών, όσο και μετά, σε νέα έκδοση.
Αυτό που η παγκόσμια οικονομία βιώνει σήμερα, είναι μια διόρθωση την οποία ο Smith θα είχε προβλέψει. Αντί μιας οικονομίας που να στηρίζει τις ανάγκες της κοινωνίας, βιώνουμε χάος, και, αναγκαστικά, κρατικές επεμβάσεις τι οποίες θα επικροτούσε υπό τις σημερινές περιστάσεις. Ξεχάσαμε ότι στην ανάλυση του (δήθεν) πατέρα της ιδέας του laissez faire, η αποτελεσματικότητα βασίζεται και στην ηθική διάταξη της κοινωνίας. Πολλοί, ιδίως στις ΗΠΑ, τον επικαλέστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, για να δώσουν θεωρητική βάση στην ασυδοσία που προωθούσαν. Επέμεναν, μάλιστα, ότι η τάση των ευρωπαίων υπέρ των κανονιστικών διατάξεων και της κοινωνικής αγοράς, ήταν αντίθετες με τις βάσεις του καπιταλισμού. Μια σοβαρή και προσεκτική ανάγνωση του Smith, όμως, αποκαλύπτει ένα έργο που εξερευνά, όχι τον πόθο για χρήμα, αλλά την διαχείριση των κοινών. Όχι την θεοποίηση του κέρδους, αλλά την προώθηση της ευημερίας. Ένα έργο, όπως πολλά άλλα, που στρεβλώθηκε και θυσιάστηκε για χάρη της ιδεολογικής δικαίωσης των συμφερόντων.
Η σημερινή κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, αντί να θέσει επί τάπητος το τέλος του καπιταλισμού, επιβεβαιώνει το τέλος της ιστορίας. Ότι, δηλαδή, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αποτελούν το τέλος του αγώνα της ανθρωπότητας για να οικοδομήσει ένα σύστημα διαχείρισης των κοινών που να ισορροπεί –όχι τέλεια, αλλά υποφερτά- τη δικαιοσύνη με την ευημερία. Η φιλελεύθερες δημοκρατίες, – όχι κατ’ ανάγκη νεοφιλελεύθερες οικονομίες- φυσιολογικά περνούν από μια σειρά διορθωτικών, αλλά επώδυνων, κρίσεων, όπως την σημερινή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα καταρρεύσει το σύστημα που με τόση αφέλεια αποκαλείται «μικτό». Σημαίνει, όμως, ότι, τελικά, 250 περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Πλούτου των Εθνών, ο «δαίμονας της ασυδοσίας παίρνει την εκδίκηση του.»
Σήμερα, όμως, δικαιώνεται, τελικά, η ελεύθερη αγορά, και, σαν αόρατο χέρι, το φάντασμα του Smith παίρνει την εκδίκηση που μας χρωστούσε.